σόλοικος: Difference between revisions
οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen
(6_18) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σόλοικος''': -ον, ὁ λαλῶν οὐχὶ ὀρθῶς, ἁμαρτάνων περὶ τὴν χρῆσιν τῆς γλώσσης, [[βάρβαρος]], [[φθόγγος]] Ἀνακρ. 79· οἱ Σόλοικοι, ξένοι, Ἱππῶν. 36· βάρβαρον ἢ σ. τι Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 1. 10. ΙΙ. μεταφορ. ὡς τὸ [[ἀπειρόκαλος]], ὁ περὶ τοὺς τρόπους σφαλλόμενος, φερόμενος ἀγροίκως, «χωριάτης», σ. τῷ τρόπῳ Ξεν. Κύρ. 8. 3, 21, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 2. 16. 2, Πλούτ. 2. 817Α· σολοικότερον ἂν εἴη, μετ’ ἀπαρ., θὰ ἦτο ἄγροικον, ἠλίθιον, Ἱππ. Ἀγμ. 763. ― Ἐπίρρ. -κως, ἀγροίκως, ἀξέστως, χονδροειδῶς, σ. κεκομμένοι, ἐπὶ νομισμάτων, Διογ. Λ. 7. 18. (Λέγεται ὅτι παρήχθη ἡ [[λέξις]] ἐκ τῆς παραφθορᾶς τῆς Ἀττικῆς διαλέκτου ὑπὸ τῶν Ἀθηναίων ἀποίκων τῶν ἐν Σόλοις τῆς Κιλικίας, Στράβ. 663, Διογ. Λ. 1. 51). ― Καθ’ Ἡσύχ·: «σόλοικον· τὸ ἀμαθές», καὶ «[[σόλοικος]]· ἐπισεσυρμένος, [[ἀδιάφορος]]». | |lstext='''σόλοικος''': -ον, ὁ λαλῶν οὐχὶ ὀρθῶς, ἁμαρτάνων περὶ τὴν χρῆσιν τῆς γλώσσης, [[βάρβαρος]], [[φθόγγος]] Ἀνακρ. 79· οἱ Σόλοικοι, ξένοι, Ἱππῶν. 36· βάρβαρον ἢ σ. τι Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 1. 10. ΙΙ. μεταφορ. ὡς τὸ [[ἀπειρόκαλος]], ὁ περὶ τοὺς τρόπους σφαλλόμενος, φερόμενος ἀγροίκως, «χωριάτης», σ. τῷ τρόπῳ Ξεν. Κύρ. 8. 3, 21, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 2. 16. 2, Πλούτ. 2. 817Α· σολοικότερον ἂν εἴη, μετ’ ἀπαρ., θὰ ἦτο ἄγροικον, ἠλίθιον, Ἱππ. Ἀγμ. 763. ― Ἐπίρρ. -κως, ἀγροίκως, ἀξέστως, χονδροειδῶς, σ. κεκομμένοι, ἐπὶ νομισμάτων, Διογ. Λ. 7. 18. (Λέγεται ὅτι παρήχθη ἡ [[λέξις]] ἐκ τῆς παραφθορᾶς τῆς Ἀττικῆς διαλέκτου ὑπὸ τῶν Ἀθηναίων ἀποίκων τῶν ἐν Σόλοις τῆς Κιλικίας, Στράβ. 663, Διογ. Λ. 1. 51). ― Καθ’ Ἡσύχ·: «σόλοικον· τὸ ἀμαθές», καὶ «[[σόλοικος]]· ἐπισεσυρμένος, [[ἀδιάφορος]]». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui pèche contre les règles du langage, qui parle mal, <i>du n. d’une colonie d’Athéniens établis à Soles en Cilicie et qui parlaient un mauvais patois</i>;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> qui pèche contre les règles de la bienséance, gauche, maladroit, grossier.<br />'''Étymologie:''' [[Σόλοι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:24, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A speaking incorrectly, using broken Greek, φθόγγος Anacr.79; οἱ σόλοικοι foreigners, Hippon.46; βάρβαρον ἢ σ. τι M.Ant. 1.10. II metaph., erring against good manners, awkward, in bad taste, τῷ τρόπῳ X.Cyr.8.3.21 (Comp.), cf. Arist.Rh.1391a4, Cic.Att. 14.6.2, Plu.2.817b; σολοικότερον, c. inf., it would be clumsy, absurd, Hp.Fract.15. Adv. -κως rudely, σ. κεκομμένοι, of coins, Zeno Stoic. 1.23. (Said to come from the corruption of the Attic dialect among the Athenian colonists of Σόλοι in Cilicia, Str.14.2.28, D.L.1.51.)
German (Pape)
[Seite 912] fehlerhaft sprechend, Fehler gegen die Regeln der Sprache machend, eine falsche Mundart sprechend, u. allgemein, Verstöße gegen die gute Lebensart begehend, sich ungesittet, bäurisch betragend; auch σολοικότερος τῷ τρόπῳ, Xen. Cyr. 8, 3, 21, Ggstz von ἐλευθερώτερος, von roheren Sitten; καὶ ἀπειρόκαλος, Plut. reip. ger. praec. 21; καὶ ἀπαίδευτος ἄνθρωπος, Luc. Demon. 40. – Die Alten führen das Wort auf die Stadt Σόλοι, Colonie der Athener in Cilicien, zurück, deren Einwohner die Mundart ihrer Mutterstadt schnell vergaßen und sich durch ein bes. fehlerhaftes Griechisch auszeichneten, D. L. 1, 51; Hipponax u. Anacr. sollen alle Ausländer σολοίκους genannt, das Wort also gleichbedeutend mit βάρβαρος gebraucht haben, auct. de barbarismo p. 193 u. 204, hinter Ammon. Valck.
Greek (Liddell-Scott)
σόλοικος: -ον, ὁ λαλῶν οὐχὶ ὀρθῶς, ἁμαρτάνων περὶ τὴν χρῆσιν τῆς γλώσσης, βάρβαρος, φθόγγος Ἀνακρ. 79· οἱ Σόλοικοι, ξένοι, Ἱππῶν. 36· βάρβαρον ἢ σ. τι Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 1. 10. ΙΙ. μεταφορ. ὡς τὸ ἀπειρόκαλος, ὁ περὶ τοὺς τρόπους σφαλλόμενος, φερόμενος ἀγροίκως, «χωριάτης», σ. τῷ τρόπῳ Ξεν. Κύρ. 8. 3, 21, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 2. 16. 2, Πλούτ. 2. 817Α· σολοικότερον ἂν εἴη, μετ’ ἀπαρ., θὰ ἦτο ἄγροικον, ἠλίθιον, Ἱππ. Ἀγμ. 763. ― Ἐπίρρ. -κως, ἀγροίκως, ἀξέστως, χονδροειδῶς, σ. κεκομμένοι, ἐπὶ νομισμάτων, Διογ. Λ. 7. 18. (Λέγεται ὅτι παρήχθη ἡ λέξις ἐκ τῆς παραφθορᾶς τῆς Ἀττικῆς διαλέκτου ὑπὸ τῶν Ἀθηναίων ἀποίκων τῶν ἐν Σόλοις τῆς Κιλικίας, Στράβ. 663, Διογ. Λ. 1. 51). ― Καθ’ Ἡσύχ·: «σόλοικον· τὸ ἀμαθές», καὶ «σόλοικος· ἐπισεσυρμένος, ἀδιάφορος».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui pèche contre les règles du langage, qui parle mal, du n. d’une colonie d’Athéniens établis à Soles en Cilicie et qui parlaient un mauvais patois;
2 p. anal. qui pèche contre les règles de la bienséance, gauche, maladroit, grossier.
Étymologie: Σόλοι.