διεξάγω: Difference between revisions
ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death
(6_3) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διεξάγω''': [[φέρω]] εἰς [[πέρας]], Πολύβ. 5. 1, 5, κτλ.· [[διευθύνω]], κυβερνῶ, ὁδηγῶ, ὁ αὐτ. 1. 9, 6, κτλ.· μεταχειρίζομαί τινα κατά τινα τρόπον, ὁ αὐτ. 3. 77, 4. ΙΙ. δ. βίον, [[ὑποστηρίζω]] τὸν βίον μου, διατηρῶ τὴν ζωήν μου, ὁ αὐτ. 1. 71, 1· καὶ [[οὕτως]] ἀπολ., Πλούτ. 1090Β. | |lstext='''διεξάγω''': [[φέρω]] εἰς [[πέρας]], Πολύβ. 5. 1, 5, κτλ.· [[διευθύνω]], κυβερνῶ, ὁδηγῶ, ὁ αὐτ. 1. 9, 6, κτλ.· μεταχειρίζομαί τινα κατά τινα τρόπον, ὁ αὐτ. 3. 77, 4. ΙΙ. δ. βίον, [[ὑποστηρίζω]] τὸν βίον μου, διατηρῶ τὴν ζωήν μου, ὁ αὐτ. 1. 71, 1· καὶ [[οὕτως]] ἀπολ., Πλούτ. 1090Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.2</i> διεξήγαγον, <i>etc.</i><br /><b>1</b> conduire jusqu’au bout, mener à bonne fin;<br /><b>2</b> gouverner, diriger : τὰ γινόμενα PLUT les événements.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἐξάγω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:25, 9 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ], Aeol. aor. 1 Pass.
A διεξάχθην Milet.3 No.152.25 (ii B. C.):—lead through, δύναμιν διὰ τειχῶν D.S.14.20. b τροφὴ διεξάγουσα laxative diet, Aret.CA2.5. 2 bring to an end, settle, λόγῳ ἀμφισβήτησιν Plb.5.1.5, etc.; try a cause, GDI5040.69 (Crete):—Pass., PTeb.5.219 (ii B. C.), al., PSI2.173.15 (ii B. C.); τὸ δίκαιον διεξάγεται Plb.4.73.8. 3 arrange, manage, Chrysipp.Stoic.3.185; administer, conduct, ἀσφαλῶς τὰ κατὰ τὴν ἀρχήν Plb.1.9.6, cf. PLond.3.1221.2 (ii A. D.); ταμιείαν IG22.1326.38:—Pass., ὁ τῆς φύσεως νόμος καθ' ὃν διεξάγεται τὰ γιγνόμενα Plu.2.568d. 4 treat, τινὰς ἐν τῇ πάσῃ φιλανθρωπίᾳ Plb.3.77.4. II δ. τοὺς βίους ἀπό τινος support life, Id.1.71.1: abs., Plu.1090b.
German (Pape)
[Seite 619] (s. ἄγω), durch- u. zu Ende führen; βίον ἀπό τινος, wovon leben, Pol. 1, 71, 1; τὰ κατὰ τὴν ἀρχήν 1, 4. 6; so διεξάγεται πάντα τὰ γεγενημένα Plut. fat. 1. Bes. τὸ δίκαιον, τὴν ἀμφισβήτησιν u. ä., Streit beilegen, Pol. 4, 73, 8. 5, 1, 5. Auch τοὺς ξυμμάχους φιλανθρωπίᾳ, regieren, behandeln, Pol. 3, 77, 4, u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διεξάγω: φέρω εἰς πέρας, Πολύβ. 5. 1, 5, κτλ.· διευθύνω, κυβερνῶ, ὁδηγῶ, ὁ αὐτ. 1. 9, 6, κτλ.· μεταχειρίζομαί τινα κατά τινα τρόπον, ὁ αὐτ. 3. 77, 4. ΙΙ. δ. βίον, ὑποστηρίζω τὸν βίον μου, διατηρῶ τὴν ζωήν μου, ὁ αὐτ. 1. 71, 1· καὶ οὕτως ἀπολ., Πλούτ. 1090Β.
French (Bailly abrégé)
ao.2 διεξήγαγον, etc.
1 conduire jusqu’au bout, mener à bonne fin;
2 gouverner, diriger : τὰ γινόμενα PLUT les événements.
Étymologie: διά, ἐξάγω.