εὕρεσις: Difference between revisions

From LSJ

Ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → Sleep is a terrible evil for humans → Magnum est malum somniculose vivere → Furchtbar setzt er Schlaf den Menschen zu

Menander, Monostichoi, 523
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὕρεσις''': -εως, ἡ, τὸ εὑρίσκειν, [[ἀνακάλυψις]], Πλάτ. Πολ. 336Ε. Κρατ. 436Α, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ συγγραφῆς, [[ἐπίνοια]] νοημάτων ἁρμοδίων (ὁ τεχνικὸς ὅρος [[εἶναι]] [[παρασκευή]]), Διον. Ἁλ. π. Δημ. 51· πρβλ. [[εὕρησις]].
|lstext='''εὕρεσις''': -εως, ἡ, τὸ εὑρίσκειν, [[ἀνακάλυψις]], Πλάτ. Πολ. 336Ε. Κρατ. 436Α, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ συγγραφῆς, [[ἐπίνοια]] νοημάτων ἁρμοδίων (ὁ τεχνικὸς ὅρος [[εἶναι]] [[παρασκευή]]), Διον. Ἁλ. π. Δημ. 51· πρβλ. [[εὕρησις]].
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />invention, découverte.<br />'''Étymologie:''' [[εὑρίσκω]].
}}
}}

Revision as of 19:25, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὕρεσις Medium diacritics: εὕρεσις Low diacritics: εύρεσις Capitals: ΕΥΡΕΣΙΣ
Transliteration A: heúresis Transliteration B: heuresis Transliteration C: eyresis Beta Code: eu(/resis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A a finding, discovery, Pl.R.336e, Cra.436a; οὐχ εὕ. τοῦτ' ἔστιν, ἀλλ' ἀφαίρεσις Men.Epit.102.    II of writings, invention, conception, παρασκευήν, ἣν οἱ παλαιοὶ καλοῦσιν εὕρεσιν, opp. χρῆσις, D.H.Dem.51, cf. Stoic.2.96.

German (Pape)

[Seite 1092] ἡ, das Auffinden, Erfinden, die Erfindung, Plat. Phaedr. 236 a Crat. 436 a u. öfter, wie bei Folgdn einzeln. Die Form εὕρησις selten bei Sp., wie Apolld. 3, 3, 1; vgl. Lob. zu Phryn. 446.

Greek (Liddell-Scott)

εὕρεσις: -εως, ἡ, τὸ εὑρίσκειν, ἀνακάλυψις, Πλάτ. Πολ. 336Ε. Κρατ. 436Α, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ συγγραφῆς, ἐπίνοια νοημάτων ἁρμοδίων (ὁ τεχνικὸς ὅρος εἶναι παρασκευή), Διον. Ἁλ. π. Δημ. 51· πρβλ. εὕρησις.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
invention, découverte.
Étymologie: εὑρίσκω.