ἀσαφής: Difference between revisions
Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit
(6_7) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀσαφής''': -ές, ὁ μὴ [[σαφής]], [[δυσδιάκριτος]] (εἰς τὰς αἰσθήσεις), [[σκοτεινός]], [[ἀμυδρός]], ἀσ. σημεῖα Θουκ. 3. 22· [[σκιαγραφία]] Πλάτ. Κριτίας 107C· ὁ μὴ σαφὴς (εἰς τὸν νοῦν), [[σκοτεινός]], [[δυσκατάληπτος]], [[ἀβέβαιος]], πάντ’... αἰνικτὰ κἀσαφῆ λέγεις Σοφ. Ο. Τ. 439, πρβλ. Θουκ. 4. 86· νὺξ ἀσαφεστέρα ἐστίν, ἐν καιρῷ νυκτὸς βλέπει τις ἧττον καθαρῶς, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 4, πρβλ. Ἀνθ. Π. 12. 156· ἀσ. [[γλῶσσα]] Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Αον 990, Littré· ἐπὶ ἤχων, Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 24· φθέγματα Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1003. 6. 2) ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ εἴπῃ ἢ νὰ ἐξηγήσῃ τι σαφῶς, [[διδάσκαλος]] Πλάτ. Πολ. 392D ΙΙ. Ἐπίρρ. -φῶς, σκοτεινῶς, ὁ αὐτ. Κρατ. 427D· ἀσαφῶς ποτέρων ἀρξάντων, χωρὶς νὰ γνωρίζῃ τις τίνες πρῶτοι ἤρχισαν, [[ἀντί]], ἀδήλου ὄντος πότεροι ἄρξαιεν, Θουκ. 4. 20. | |lstext='''ἀσαφής''': -ές, ὁ μὴ [[σαφής]], [[δυσδιάκριτος]] (εἰς τὰς αἰσθήσεις), [[σκοτεινός]], [[ἀμυδρός]], ἀσ. σημεῖα Θουκ. 3. 22· [[σκιαγραφία]] Πλάτ. Κριτίας 107C· ὁ μὴ σαφὴς (εἰς τὸν νοῦν), [[σκοτεινός]], [[δυσκατάληπτος]], [[ἀβέβαιος]], πάντ’... αἰνικτὰ κἀσαφῆ λέγεις Σοφ. Ο. Τ. 439, πρβλ. Θουκ. 4. 86· νὺξ ἀσαφεστέρα ἐστίν, ἐν καιρῷ νυκτὸς βλέπει τις ἧττον καθαρῶς, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 4, πρβλ. Ἀνθ. Π. 12. 156· ἀσ. [[γλῶσσα]] Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Αον 990, Littré· ἐπὶ ἤχων, Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 24· φθέγματα Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1003. 6. 2) ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ εἴπῃ ἢ νὰ ἐξηγήσῃ τι σαφῶς, [[διδάσκαλος]] Πλάτ. Πολ. 392D ΙΙ. Ἐπίρρ. -φῶς, σκοτεινῶς, ὁ αὐτ. Κρατ. 427D· ἀσαφῶς ποτέρων ἀρξάντων, χωρὶς νὰ γνωρίζῃ τις τίνες πρῶτοι ἤρχισαν, [[ἀντί]], ἀδήλου ὄντος πότεροι ἄρξαιεν, Θουκ. 4. 20. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />peu clair, obscur, indistinct (pour les sens) : νὺξ ἀσαφεστέρα ἐστίν XÉN la nuit rend les objets plus difficiles à discerner ; <i>fig.</i> difficile à comprendre, obscur;<br /><i>Cp.</i> ἀσαφέστερος.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[σαφής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:26, 9 August 2017
English (LSJ)
ές,
A indistinct (to the senses), dim, faint, σημεῖα Th.3.22; σκιαγραφία Pl.Criti.107d; indistinct (to the mind), uncertain, obscure, πάντ' . . αἰνικτὰ κἀσαφῆ λέγεις S.OT439; νὺξ διὰ τὸ σκοτεινὴ εἶναι ἀσαφεστέρα ἐστίν by night one sees less distinctly, X.Mem.4.3.4; ἀ. πέλαγος AP 12.156; inarticulate, γλῶσσα Hp.Epid.1.26.ιγ; of sounds, Arist. Aud.801b21; φθέγματα Epigr.Gr.1003.6. 2 of persons, obscure, διδάσκαλος Pl.R.392d. II Adv. -φῶς obscurely, Id.Cra.427d; πολεμοῦνται ἀσαφῶς ποτέρων ἀρξάντων without knowing which began, Th.4.20.
German (Pape)
[Seite 368] ές, undeutlich, dunkel, ἀσαφῆ λέγειν Soph. O. R. 439; σημεῖα Thuc. 3, 22; διδάσκαλος Plat. Rep. III, 392 d; ἀσαφῆ ἐποίει τὰ λεγόμενα Prot. 316 a; Pol. 1. 41, 7; ἴχνη λεπτὰ καὶ ἀσ, Xen. Cyn. 5, 5; aber νὺξ ἀσαφεστέρα ἐστίν Xen. Mem. 4, 3, 4 = bei Nacht sieht man minder deutlich. – Adv., Thuc. 4, 20.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσαφής: -ές, ὁ μὴ σαφής, δυσδιάκριτος (εἰς τὰς αἰσθήσεις), σκοτεινός, ἀμυδρός, ἀσ. σημεῖα Θουκ. 3. 22· σκιαγραφία Πλάτ. Κριτίας 107C· ὁ μὴ σαφὴς (εἰς τὸν νοῦν), σκοτεινός, δυσκατάληπτος, ἀβέβαιος, πάντ’... αἰνικτὰ κἀσαφῆ λέγεις Σοφ. Ο. Τ. 439, πρβλ. Θουκ. 4. 86· νὺξ ἀσαφεστέρα ἐστίν, ἐν καιρῷ νυκτὸς βλέπει τις ἧττον καθαρῶς, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 4, πρβλ. Ἀνθ. Π. 12. 156· ἀσ. γλῶσσα Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Αον 990, Littré· ἐπὶ ἤχων, Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 24· φθέγματα Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1003. 6. 2) ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ εἴπῃ ἢ νὰ ἐξηγήσῃ τι σαφῶς, διδάσκαλος Πλάτ. Πολ. 392D ΙΙ. Ἐπίρρ. -φῶς, σκοτεινῶς, ὁ αὐτ. Κρατ. 427D· ἀσαφῶς ποτέρων ἀρξάντων, χωρὶς νὰ γνωρίζῃ τις τίνες πρῶτοι ἤρχισαν, ἀντί, ἀδήλου ὄντος πότεροι ἄρξαιεν, Θουκ. 4. 20.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
peu clair, obscur, indistinct (pour les sens) : νὺξ ἀσαφεστέρα ἐστίν XÉN la nuit rend les objets plus difficiles à discerner ; fig. difficile à comprendre, obscur;
Cp. ἀσαφέστερος.
Étymologie: ἀ, σαφής.