ἀγώνισμα: Difference between revisions
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
(6_21) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀγώνισμα''': τό, [[πάλη]], [[ἅμιλλα]], [[συμπλοκή]], [[ἀγών]]· ἐν τῷ πληθ., ἔργα γενόμενα ἐν μάχῃ, γενναῖαι πράξεις, Ἡρόδ. 8. 76· ἐπιτυχεῖς ἐπιδείξεις ἐν τῇ ἱππασίᾳ, Ξεν. Ἱππαρχ. 3.5, ἀγ. κατὰ τὰ ἆθλα, Συλλ. Ἐπιγρ. 2741· ἀγωνίσματα ποιεῖν, κατέρχεσθαι εἰς ἀγῶνα, ἐπὶ δραματικῶν ποιητῶν, Ἀριστ. ποιητ. 9. 11. 2) ἑνικῶς, ἀγ. τινός, κατόρθωμά τινος, ἐφ’ ᾧ δύναται νὰ σεμνύνηται, Θουκ. 8.12, πρβλ. 17., 7. 56, 59, 86· ξυνέσεως [[ἀγώνισμα]], ἐπιτυχὲς [[κατόρθωμα]] εὐφυΐας, ὁ αὐτ. 3. 82· ἀρᾶς ἀγ., τὸ [[ἀποτέλεσμα]], ὁ [[καρπὸς]] τῆς κατάρας, Εὐρ. Φοίν. 1355. ΙΙ. ἀγ. ποιεῖσθαί τι, τὸ νὰ καταστήσῃ τις πρᾶγμά τι ὡς τὸ [[μέλημα]] τῶν ἀγώνων [[αὐτοῦ]], Ἡρόδ. 1. 140, πρβλ. Εὐρ. Φοίν. 1355· οὐ μικρὸν τὸ [[ἀγώνισμα]] προστάτεις, Λουκ. Εἰκ. 12. ΙΙΙ. ἐκεῖνο, μεθ’ οὗ τις κατέρχεται εἰς τὸν ἀγῶνα, δηλ. ῥητορικὸν [[γύμνασμα]] πρὸς ἐπίδειξιν πρόσκαιρον ἢ διαγωνισμόν, ἀγ. ἐς τὸ [[παραχρῆμα]], Θουκ. 1. 22. IV. ἡ βάσις ἢ τὸ [[ἐπιχείρημα]], ἐφ’ οὗ ὑπόθεσίς τις στηρίζεται, Ἀντιφῶν 133.34, Λυσ. 137. 8. | |lstext='''ἀγώνισμα''': τό, [[πάλη]], [[ἅμιλλα]], [[συμπλοκή]], [[ἀγών]]· ἐν τῷ πληθ., ἔργα γενόμενα ἐν μάχῃ, γενναῖαι πράξεις, Ἡρόδ. 8. 76· ἐπιτυχεῖς ἐπιδείξεις ἐν τῇ ἱππασίᾳ, Ξεν. Ἱππαρχ. 3.5, ἀγ. κατὰ τὰ ἆθλα, Συλλ. Ἐπιγρ. 2741· ἀγωνίσματα ποιεῖν, κατέρχεσθαι εἰς ἀγῶνα, ἐπὶ δραματικῶν ποιητῶν, Ἀριστ. ποιητ. 9. 11. 2) ἑνικῶς, ἀγ. τινός, κατόρθωμά τινος, ἐφ’ ᾧ δύναται νὰ σεμνύνηται, Θουκ. 8.12, πρβλ. 17., 7. 56, 59, 86· ξυνέσεως [[ἀγώνισμα]], ἐπιτυχὲς [[κατόρθωμα]] εὐφυΐας, ὁ αὐτ. 3. 82· ἀρᾶς ἀγ., τὸ [[ἀποτέλεσμα]], ὁ [[καρπὸς]] τῆς κατάρας, Εὐρ. Φοίν. 1355. ΙΙ. ἀγ. ποιεῖσθαί τι, τὸ νὰ καταστήσῃ τις πρᾶγμά τι ὡς τὸ [[μέλημα]] τῶν ἀγώνων [[αὐτοῦ]], Ἡρόδ. 1. 140, πρβλ. Εὐρ. Φοίν. 1355· οὐ μικρὸν τὸ [[ἀγώνισμα]] προστάτεις, Λουκ. Εἰκ. 12. ΙΙΙ. ἐκεῖνο, μεθ’ οὗ τις κατέρχεται εἰς τὸν ἀγῶνα, δηλ. ῥητορικὸν [[γύμνασμα]] πρὸς ἐπίδειξιν πρόσκαιρον ἢ διαγωνισμόν, ἀγ. ἐς τὸ [[παραχρῆμα]], Θουκ. 1. 22. IV. ἡ βάσις ἢ τὸ [[ἐπιχείρημα]], ἐφ’ οὗ ὑπόθεσίς τις στηρίζεται, Ἀντιφῶν 133.34, Λυσ. 137. 8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> exploit, haut fait;<br /><b>2</b> objet de lutte ; objet d’une contestation ; fondement d’une cause;<br /><b>3</b> prix de la lutte.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγωνίζομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:27, 9 August 2017
English (LSJ)
τό,
A contest, conflict: in pl., deeds done in battle, brave deeds, Hdt.8.76; feats of horsemanship, X.Eq.Mag.3.5; ἀ. κατὰ τὰ ἆθλα CIG 2741. 2 in sg., feat, achievement, ἀ. τινος a feather in his cap, Th.8.12, cf. 17: c. inf., Id.7.59,86; ξυνέσεως ἀ. prize of sagacity, Id.3.82; ἀρᾶς ἀ. issue of the curse, E.Ph.1355. II ἀ. ποιεῖσθαί τι make it an object to strive for, Hdt.1.140; οὐ μικρὸν τὸ ἀ. προστάττεις Luc.Im.12. III that with which one contends, declamation, ἀ. ἐς τὸ παραχρῆμα Th.1.22; of plays, Arist.Po.1451b37. IV in Law, plea, Antipho 5.36, Lys.13.77.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγώνισμα: τό, πάλη, ἅμιλλα, συμπλοκή, ἀγών· ἐν τῷ πληθ., ἔργα γενόμενα ἐν μάχῃ, γενναῖαι πράξεις, Ἡρόδ. 8. 76· ἐπιτυχεῖς ἐπιδείξεις ἐν τῇ ἱππασίᾳ, Ξεν. Ἱππαρχ. 3.5, ἀγ. κατὰ τὰ ἆθλα, Συλλ. Ἐπιγρ. 2741· ἀγωνίσματα ποιεῖν, κατέρχεσθαι εἰς ἀγῶνα, ἐπὶ δραματικῶν ποιητῶν, Ἀριστ. ποιητ. 9. 11. 2) ἑνικῶς, ἀγ. τινός, κατόρθωμά τινος, ἐφ’ ᾧ δύναται νὰ σεμνύνηται, Θουκ. 8.12, πρβλ. 17., 7. 56, 59, 86· ξυνέσεως ἀγώνισμα, ἐπιτυχὲς κατόρθωμα εὐφυΐας, ὁ αὐτ. 3. 82· ἀρᾶς ἀγ., τὸ ἀποτέλεσμα, ὁ καρπὸς τῆς κατάρας, Εὐρ. Φοίν. 1355. ΙΙ. ἀγ. ποιεῖσθαί τι, τὸ νὰ καταστήσῃ τις πρᾶγμά τι ὡς τὸ μέλημα τῶν ἀγώνων αὐτοῦ, Ἡρόδ. 1. 140, πρβλ. Εὐρ. Φοίν. 1355· οὐ μικρὸν τὸ ἀγώνισμα προστάτεις, Λουκ. Εἰκ. 12. ΙΙΙ. ἐκεῖνο, μεθ’ οὗ τις κατέρχεται εἰς τὸν ἀγῶνα, δηλ. ῥητορικὸν γύμνασμα πρὸς ἐπίδειξιν πρόσκαιρον ἢ διαγωνισμόν, ἀγ. ἐς τὸ παραχρῆμα, Θουκ. 1. 22. IV. ἡ βάσις ἢ τὸ ἐπιχείρημα, ἐφ’ οὗ ὑπόθεσίς τις στηρίζεται, Ἀντιφῶν 133.34, Λυσ. 137. 8.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 exploit, haut fait;
2 objet de lutte ; objet d’une contestation ; fondement d’une cause;
3 prix de la lutte.
Étymologie: ἀγωνίζομαι.