ἀμέριμνος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐάν γάρ ἀποδιδῷ τις τί ἐστιν αὐτῶν ἑκατέρῳ τό ζῴῳ εἶναι, ἴδιον ἑκατέρου λόγον ἀποδώσει (Aristotle, Categoriae 1a) → For if anyone gives an explanation of what it is for each of them to be an animal, he will give the same explanation of each

Source
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμέριμνος''': -ον, ὁ [[ἐλεύθερος]] ἀπὸ μερίμνης, [[ἄφροντις]], [[ἀδιάφορος]] [[πρός]] τι, Μενάνδ. Ἄδηλ. 20· [[βίος]] Ἀνθ. Π. 9. 359. ― Ἐπίρρ. -νως Ἡρωδιαν. 4. 5, 13, Συλλ. Ἐπιγρ. 6254. 11. ΙΙ. παθ., περὶ οὗ οὐδεὶς μεριμνᾷ, παρημελημένος, Σοφ. Αἴ. 1207. ΙΙΙ. ὁ ἀποδιώκων τὰς μερίμνας, Ἀνθ. Π. 11. 24: ― ἀμέριμνον, τό, [[ὄνομα]] φυτοῦ, Πλιν. Φυσ. Ἱστ. 25. 13.
|lstext='''ἀμέριμνος''': -ον, ὁ [[ἐλεύθερος]] ἀπὸ μερίμνης, [[ἄφροντις]], [[ἀδιάφορος]] [[πρός]] τι, Μενάνδ. Ἄδηλ. 20· [[βίος]] Ἀνθ. Π. 9. 359. ― Ἐπίρρ. -νως Ἡρωδιαν. 4. 5, 13, Συλλ. Ἐπιγρ. 6254. 11. ΙΙ. παθ., περὶ οὗ οὐδεὶς μεριμνᾷ, παρημελημένος, Σοφ. Αἴ. 1207. ΙΙΙ. ὁ ἀποδιώκων τὰς μερίμνας, Ἀνθ. Π. 11. 24: ― ἀμέριμνον, τό, [[ὄνομα]] φυτοῦ, Πλιν. Φυσ. Ἱστ. 25. 13.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui ne prend aucun soin de, qui n’a aucun souci de.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[μέριμνα]].
}}
}}

Revision as of 19:27, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμέριμνος Medium diacritics: ἀμέριμνος Low diacritics: αμέριμνος Capitals: ΑΜΕΡΙΜΝΟΣ
Transliteration A: amérimnos Transliteration B: amerimnos Transliteration C: amerimnos Beta Code: a)me/rimnos

English (LSJ)

ον,

   A free from care, unconcerned, Men.1083; βίος AP9.359 (Posidipp. or Pl.Com.); ἀ. ὕπνον εὕδεις Eranos 13.87. Adv. -νως Vett. Val.355.6, Hdn.4.5.7, IG14.1839: Comp. -ότερον, ἔχειν PLips.105 (i A. D.).    II Pass., uncared for, S.Aj.1207.    III οἰνοχοεῖ κρήνης ἐξ ἀμεριμνοτέρης, either causing less care, i.e. more easily attained, of the fount of inspiration, or possibly less celebrated, AP11.24 (Antip.).    IV ἀμέριμνον, τό, = ἀείζωον μέγα, Plin.HN 25.160.

German (Pape)

[Seite 122] 1) unbeachtet, Soph. Ai. 1186. – 2) sorglos, Pall. 11 (IX, 165); oft Herodian., z. B. βίος 2, 4, 3; τὸ ἀμ., Sorglosigkeit, 1, 6, 26; ἀμ. βίον ζῆν Philem. Stob. Floril. 97, 19; ἀμεριμνοτέρη κρήνη Ant. Th. 1 (XI, 24), die weniger Mühe macht. – Adv., βιοῦν Herodian. 4, 5, 15.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμέριμνος: -ον, ὁ ἐλεύθερος ἀπὸ μερίμνης, ἄφροντις, ἀδιάφορος πρός τι, Μενάνδ. Ἄδηλ. 20· βίος Ἀνθ. Π. 9. 359. ― Ἐπίρρ. -νως Ἡρωδιαν. 4. 5, 13, Συλλ. Ἐπιγρ. 6254. 11. ΙΙ. παθ., περὶ οὗ οὐδεὶς μεριμνᾷ, παρημελημένος, Σοφ. Αἴ. 1207. ΙΙΙ. ὁ ἀποδιώκων τὰς μερίμνας, Ἀνθ. Π. 11. 24: ― ἀμέριμνον, τό, ὄνομα φυτοῦ, Πλιν. Φυσ. Ἱστ. 25. 13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne prend aucun soin de, qui n’a aucun souci de.
Étymologie: ἀ, μέριμνα.