φροντιστής: Difference between revisions
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
(6_19) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φροντιστής''': -οῦ, ὁ βαθέως ἐξετάζων τὰ πράγματα καὶ σκεπτόμενος περὶ αὐτῶν, βαθὺς [[φιλόσοφος]], ὡς ὁ [[Σωκράτης]] καλεῖται ἐμπαικτικῶς ὑπὸ τοῦ Ἀριστοφάνους ἐν ταῖς Νεφ. 267, πρβλ. 414, 456, 1309· οὕτω, φρ. τῶν μετεώρων, τῶν οὐρανίων, ξεν. Συμπ. 6, 6, Ἀπομν. 4. 7, 6· τά... μετέωρα φρ. Πλατ. Ἀπολ. 18Β· ― οὕτω δὲ κατήντησεν ἡ [[λέξις]] νὰ δηλοῖ τὸν φιλόσοφον, Ξεν. Συμπ. 7. 2. πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. καὶ ἴδε φροντὶς Ι. 2. ΙΙ. ὁ φροντίζων [[περί]] τινος, τοῦ ἱεροῦ Συλλ. Ἐπιγρ. 4716c· τῶν δημοσίων πραγμάτων Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 908· τῶν ὑπηκόων [[Πολυδ]]. Αϳ, 40· ὡς [[μετάφρασις]] τοῦ Λατιν. Procurator, ὁ φρ. Δρούσου Συλλ. Ἐπιγρ. 3612, πρβλ. 5785. 25, -86· ― [[οἰκονόμος]] οἰκίας, Γεωπ. 7. 8, 1· [[ἐπίτροπος]], Ἰγνάτ. ― Καὶ θηλ. φροντίστρια, ἡ, Κ. Μανασσ. Χρον. 4967. | |lstext='''φροντιστής''': -οῦ, ὁ βαθέως ἐξετάζων τὰ πράγματα καὶ σκεπτόμενος περὶ αὐτῶν, βαθὺς [[φιλόσοφος]], ὡς ὁ [[Σωκράτης]] καλεῖται ἐμπαικτικῶς ὑπὸ τοῦ Ἀριστοφάνους ἐν ταῖς Νεφ. 267, πρβλ. 414, 456, 1309· οὕτω, φρ. τῶν μετεώρων, τῶν οὐρανίων, ξεν. Συμπ. 6, 6, Ἀπομν. 4. 7, 6· τά... μετέωρα φρ. Πλατ. Ἀπολ. 18Β· ― οὕτω δὲ κατήντησεν ἡ [[λέξις]] νὰ δηλοῖ τὸν φιλόσοφον, Ξεν. Συμπ. 7. 2. πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. καὶ ἴδε φροντὶς Ι. 2. ΙΙ. ὁ φροντίζων [[περί]] τινος, τοῦ ἱεροῦ Συλλ. Ἐπιγρ. 4716c· τῶν δημοσίων πραγμάτων Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 908· τῶν ὑπηκόων [[Πολυδ]]. Αϳ, 40· ὡς [[μετάφρασις]] τοῦ Λατιν. Procurator, ὁ φρ. Δρούσου Συλλ. Ἐπιγρ. 3612, πρβλ. 5785. 25, -86· ― [[οἰκονόμος]] οἰκίας, Γεωπ. 7. 8, 1· [[ἐπίτροπος]], Ἰγνάτ. ― Καὶ θηλ. φροντίστρια, ἡ, Κ. Μανασσ. Χρον. 4967. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui médite, penseur : φροντιστὴς [[τῶν]] οὐρανίων XÉN qui médite sur les choses célestes ; τὰ μετέωρα PLAT qui s’occupe des choses d’en haut.<br />'''Étymologie:''' [[φροντίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:27, 9 August 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A deep thinker, as Socrates is called in derision by Ar.Nu.266, cf. 414 (anap.), al.; φ. τῶν μετεώρων, τῶν οὐρανίων, one who meditates on supra-terrestrial things, X.Smp.6.6, Mem.4.7.6; τὰ . . μετέωρα φ. Pl.Ap.18b: hence, generally, philosopher, X. Smp.7.2, cf. Hsch. II one who takes care of, τινων D.S.37.8; curator, ἱεροῦ Ἀφροδίτης IGRom.1.1167C4 (Egypt, ii A. D.); συναγωγῆς JHS28.195 (Side), cf. BMus.Inscr.1069 (Fayum, ii A.D.); τῶν δημοσίων πραγμάτων Sch.Ar.Pl.908; τῶν ἀρχομένων Poll.1.40: manager, κακῷ φ. τὰ καθ' ἑαυτοὺς ἐπιτρέψομεν Porph.Abst.1.50; παρύγρων Cat.Cod.Astr.8(1).177; without gen., manager, housekeeper, Phld.Oec.p.51 J.: as transl. of Lat. procurator, ὁ φ. Δρούσου IGRom.4.219 (Ilium). 2 title of official of a φρατρία, IG14.759.8 (Naples). 3 bailiff, house-steward, Gp.7.8.1, BGU603.2 (ii A. D.), etc.
German (Pape)
[Seite 1309] ὁ, 1) Denker, Forscher, Grübler; Ar. Nubb. öfters; τῶν μετεώρων, überirdischer Dinge, mit einem verächtlichen Nebenbegriffe, Xen. Conv. 6, 6, vgl. Mem. 4, 7,6; auch φροντιστὴς τὰ μετέωρα, Plat. Apol. 18 b; so nannte man zu Sokrates Zeit die spekulativen Philosophen (Denkwirthschafter, nach Voß bei Ar. Nubb. 266). – 2) Sorger, Fürsorger, Vollzieher eines Vermächtnisses, Inscr.
Greek (Liddell-Scott)
φροντιστής: -οῦ, ὁ βαθέως ἐξετάζων τὰ πράγματα καὶ σκεπτόμενος περὶ αὐτῶν, βαθὺς φιλόσοφος, ὡς ὁ Σωκράτης καλεῖται ἐμπαικτικῶς ὑπὸ τοῦ Ἀριστοφάνους ἐν ταῖς Νεφ. 267, πρβλ. 414, 456, 1309· οὕτω, φρ. τῶν μετεώρων, τῶν οὐρανίων, ξεν. Συμπ. 6, 6, Ἀπομν. 4. 7, 6· τά... μετέωρα φρ. Πλατ. Ἀπολ. 18Β· ― οὕτω δὲ κατήντησεν ἡ λέξις νὰ δηλοῖ τὸν φιλόσοφον, Ξεν. Συμπ. 7. 2. πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. καὶ ἴδε φροντὶς Ι. 2. ΙΙ. ὁ φροντίζων περί τινος, τοῦ ἱεροῦ Συλλ. Ἐπιγρ. 4716c· τῶν δημοσίων πραγμάτων Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 908· τῶν ὑπηκόων Πολυδ. Αϳ, 40· ὡς μετάφρασις τοῦ Λατιν. Procurator, ὁ φρ. Δρούσου Συλλ. Ἐπιγρ. 3612, πρβλ. 5785. 25, -86· ― οἰκονόμος οἰκίας, Γεωπ. 7. 8, 1· ἐπίτροπος, Ἰγνάτ. ― Καὶ θηλ. φροντίστρια, ἡ, Κ. Μανασσ. Χρον. 4967.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui médite, penseur : φροντιστὴς τῶν οὐρανίων XÉN qui médite sur les choses célestes ; τὰ μετέωρα PLAT qui s’occupe des choses d’en haut.
Étymologie: φροντίζω.