κρεουργός: Difference between revisions
From LSJ
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
(6_15) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κρεουργός''': -όν, ([[ἔργον]]) ὁ ἐργαζόμενος δηλ. κόπτων σάρκας· κρεουργὸν [[ἦμαρ]], [[ἡμέρα]] σφαγῆς θυμάτων καὶ εὐωχίας, [[ἡμέρα]] καθ’ ἣν [[μετὰ]] τὴν σφαγὴν διενέμοντο κρέατα, Αἰσχύλ. εἰς Ἀγ. 1592, πρβλ. βουθύτοις ἐν ἤμασιν Χοηφ. 261.· ― ὡς οὐσιαστ., [[κρεουργός]], ὁ, ὁ κόπτων [[κρέας]], [[κρεοπώλης]], [[Πολυδ]]. Ζ΄, 25. | |lstext='''κρεουργός''': -όν, ([[ἔργον]]) ὁ ἐργαζόμενος δηλ. κόπτων σάρκας· κρεουργὸν [[ἦμαρ]], [[ἡμέρα]] σφαγῆς θυμάτων καὶ εὐωχίας, [[ἡμέρα]] καθ’ ἣν [[μετὰ]] τὴν σφαγὴν διενέμοντο κρέατα, Αἰσχύλ. εἰς Ἀγ. 1592, πρβλ. βουθύτοις ἐν ἤμασιν Χοηφ. 261.· ― ὡς οὐσιαστ., [[κρεουργός]], ὁ, ὁ κόπτων [[κρέας]], [[κρεοπώλης]], [[Πολυδ]]. Ζ΄, 25. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ός, όν :<br />qui concerne le dépècement des viandes ; κρεουργὸν [[ἦμαρ]] ESCHL jour meurtrier.<br />'''Étymologie:''' [[κρέας]], [[ἔργον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:27, 9 August 2017
English (LSJ)
όν,
A working, i.e. cutting up, meat: κρεουργὸν ἦμαρ a day of slaughter and feasting, A.Ag.1592. II Subst. κ., ὁ, butcher or carver, Poll. 7.25.
Greek (Liddell-Scott)
κρεουργός: -όν, (ἔργον) ὁ ἐργαζόμενος δηλ. κόπτων σάρκας· κρεουργὸν ἦμαρ, ἡμέρα σφαγῆς θυμάτων καὶ εὐωχίας, ἡμέρα καθ’ ἣν μετὰ τὴν σφαγὴν διενέμοντο κρέατα, Αἰσχύλ. εἰς Ἀγ. 1592, πρβλ. βουθύτοις ἐν ἤμασιν Χοηφ. 261.· ― ὡς οὐσιαστ., κρεουργός, ὁ, ὁ κόπτων κρέας, κρεοπώλης, Πολυδ. Ζ΄, 25.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui concerne le dépècement des viandes ; κρεουργὸν ἦμαρ ESCHL jour meurtrier.
Étymologie: κρέας, ἔργον.