ὑπεκφέρω: Difference between revisions

From LSJ

μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation

Source
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπεκφέρω''': [[φέρω]] [[ἠρέμα]] ἐπὶ τὰ ἔξω, ὑπεξέφερεν [[σάκος]], μετεκίνησεν αὐτὸ ὀλίγον πρὸ τὰ ἔξω [[ὥστε]] νὰ δυνηθῇ ὁ Τεῦκρος νὰ κρυβῇ [[ὄπισθεν]] [[αὐτοῦ]], Ἰλ. Θ. 268· ― ἐν Χ. 202, Κῆρας ὑπεξέφερεν θανάτοιο, ἡ [[λέξις]] δυσκόλως δύναται νὰ σημαίνῃ (ὡς ὁ Heyne ἡρμήνευσεν) ἀνέβαλεν, ἐβράδυνε, καὶ ἤδη ἐγένετο δεκτὴ ἡ γραφὴ ὑπεξέφυγεν. ΙΙ. [[ἐξάγω]], ἀπομακρύνω κρυφίως, [[ὥστε]] νὰ [[εἶναι]] ἐκτὸς κινδύνου, φίλον υἱὸν ὑπεξέφερεν πολέμοιο Ἰλ. Ε. 319· τυτθὸν γὰρ ὑπὲκ θανάτοιο φέρονται Ο. 628· [[καθόλου]], [[ἀποσύρω]], ἀπομακρύνω, τοῖον γὰρ ὑπέκφερον ὠκέες ἵπποι (ἐξυπακ. αὐτοὺς) Ὀδ. Γ. 496· [[ἵππος]] ὑπ. τὸν ἄνδρα Πλουτ. Λουκουλλ. 17· πόδες αὐτὸν ὑπέκφερον Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1264. ΙΙΙ. ἀμεταβ., ὑπ. ἡμέρης ὁδῷ, προηγοῦμαι κατὰ μίαν ἡμέραν, Ἡρόδ. 4. 125, [[ὅπερ]] ἐν 4. 120 ἐκφέρεται διὰ τοῦ ἡμέρας ὁδῷ προέχειν τινός.
|lstext='''ὑπεκφέρω''': [[φέρω]] [[ἠρέμα]] ἐπὶ τὰ ἔξω, ὑπεξέφερεν [[σάκος]], μετεκίνησεν αὐτὸ ὀλίγον πρὸ τὰ ἔξω [[ὥστε]] νὰ δυνηθῇ ὁ Τεῦκρος νὰ κρυβῇ [[ὄπισθεν]] [[αὐτοῦ]], Ἰλ. Θ. 268· ― ἐν Χ. 202, Κῆρας ὑπεξέφερεν θανάτοιο, ἡ [[λέξις]] δυσκόλως δύναται νὰ σημαίνῃ (ὡς ὁ Heyne ἡρμήνευσεν) ἀνέβαλεν, ἐβράδυνε, καὶ ἤδη ἐγένετο δεκτὴ ἡ γραφὴ ὑπεξέφυγεν. ΙΙ. [[ἐξάγω]], ἀπομακρύνω κρυφίως, [[ὥστε]] νὰ [[εἶναι]] ἐκτὸς κινδύνου, φίλον υἱὸν ὑπεξέφερεν πολέμοιο Ἰλ. Ε. 319· τυτθὸν γὰρ ὑπὲκ θανάτοιο φέρονται Ο. 628· [[καθόλου]], [[ἀποσύρω]], ἀπομακρύνω, τοῖον γὰρ ὑπέκφερον ὠκέες ἵπποι (ἐξυπακ. αὐτοὺς) Ὀδ. Γ. 496· [[ἵππος]] ὑπ. τὸν ἄνδρα Πλουτ. Λουκουλλ. 17· πόδες αὐτὸν ὑπέκφερον Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1264. ΙΙΙ. ἀμεταβ., ὑπ. ἡμέρης ὁδῷ, προηγοῦμαι κατὰ μίαν ἡμέραν, Ἡρόδ. 4. 125, [[ὅπερ]] ἐν 4. 120 ἐκφέρεται διὰ τοῦ ἡμέρας ὁδῷ προέχειν τινός.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ὑπεξέφερον, <i>poét.</i> ὑπεκφέρον;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> porter un peu <i>ou</i> doucement;<br /><b>2</b> emporter secrètement : υἱὸν ὑπ. πολέμοιο IL son fils hors du combat;<br /><b>3</b> emporter doucement;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> se porter en avant, être en avance : ἡμέρης ὁδῷ HDT d’une journée de marche.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἐκφέρω]].
}}
}}

Revision as of 19:27, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεκφέρω Medium diacritics: ὑπεκφέρω Low diacritics: υπεκφέρω Capitals: ΥΠΕΚΦΕΡΩ
Transliteration A: hypekphérō Transliteration B: hypekpherō Transliteration C: ypekfero Beta Code: u(pekfe/rw

English (LSJ)

   A carry out a little, ὑπεξέφερεν σάκος lifted it a little outwards, so that Teucer could take shelter under it, Il.8.268.    II carry out from under, carry off, so as to be out of danger, φίλον υἱὸν ὑπεξέφερεν πολέμοιο 5.318; τυτθὸν γὰρ ὑπὲκ θανάτοιο φέρονται 15.628: generally, carry away, bear onward, ὑπέκφερον ὠκέες ἵπποι (sc. αὐτούς) Od.3.496; ἵππος ὑ. τὸν ἄνδρα Plu.Luc.17; πόδες αὐτὸν ὑπέκφερον A.R.1.1264.    2 eliminate insensibly, Ruf.Ren.Ves.3.3.    III intr., ὑ. ἡμέρης ὁδῷ get on before, have the start by a day's journey, Hdt.4.125.    IV endure, πόνους Lesb.Rh.2.7.    V v.l. for ὑπεξέφυγεν in Il.22.202.

German (Pape)

[Seite 1186] (s. φέρω), ein wenig hinwegtragen, heben, σάκος Il. 7, 268; – darunter heraus od. heimlich wegtragen, aus einer Gefahr, τινὰ πολέμοιο, Il. 5, 318, vgl. 15, 628; – davontragen, Od. 3, 496. – Intr., ὑπεκφέρειν ἡμέρης ὁδῷ, um eine Tagereise voraneilen, im Vorsprunge sein, Her. 4, 125; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεκφέρω: φέρω ἠρέμα ἐπὶ τὰ ἔξω, ὑπεξέφερεν σάκος, μετεκίνησεν αὐτὸ ὀλίγον πρὸ τὰ ἔξω ὥστε νὰ δυνηθῇ ὁ Τεῦκρος νὰ κρυβῇ ὄπισθεν αὐτοῦ, Ἰλ. Θ. 268· ― ἐν Χ. 202, Κῆρας ὑπεξέφερεν θανάτοιο, ἡ λέξις δυσκόλως δύναται νὰ σημαίνῃ (ὡς ὁ Heyne ἡρμήνευσεν) ἀνέβαλεν, ἐβράδυνε, καὶ ἤδη ἐγένετο δεκτὴ ἡ γραφὴ ὑπεξέφυγεν. ΙΙ. ἐξάγω, ἀπομακρύνω κρυφίως, ὥστε νὰ εἶναι ἐκτὸς κινδύνου, φίλον υἱὸν ὑπεξέφερεν πολέμοιο Ἰλ. Ε. 319· τυτθὸν γὰρ ὑπὲκ θανάτοιο φέρονται Ο. 628· καθόλου, ἀποσύρω, ἀπομακρύνω, τοῖον γὰρ ὑπέκφερον ὠκέες ἵπποι (ἐξυπακ. αὐτοὺς) Ὀδ. Γ. 496· ἵππος ὑπ. τὸν ἄνδρα Πλουτ. Λουκουλλ. 17· πόδες αὐτὸν ὑπέκφερον Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1264. ΙΙΙ. ἀμεταβ., ὑπ. ἡμέρης ὁδῷ, προηγοῦμαι κατὰ μίαν ἡμέραν, Ἡρόδ. 4. 125, ὅπερ ἐν 4. 120 ἐκφέρεται διὰ τοῦ ἡμέρας ὁδῷ προέχειν τινός.

French (Bailly abrégé)

impf. ὑπεξέφερον, poét. ὑπεκφέρον;
I. tr. 1 porter un peu ou doucement;
2 emporter secrètement : υἱὸν ὑπ. πολέμοιο IL son fils hors du combat;
3 emporter doucement;
II. intr. se porter en avant, être en avance : ἡμέρης ὁδῷ HDT d’une journée de marche.
Étymologie: ὑπό, ἐκφέρω.