ὑπότροπος: Difference between revisions
Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
(6_15) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπότροπος''': -ον, (ὑποτρέπω) ὁ ὑποστρέφων, ἐπανερχόμενος, ὁ «ἐξ ὑποστροφῆς» (Ἡσύχ.), ὑπότροπον ἐκ πολέμοιο ἵξεσθαι Ἰλ. Ζ. 501· ὑπ. ἵκετο [[δῶμα]] Ὀδ. Υ. 332· ὑπ. ἵξομαι [[αὖτις]] Ἰλ. Ζ. 367· οὐκέθ’ ὑπότροποι [[αὖθις]] ἔσεσθε Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 476· ὑπ. [[οἴκαδε]] ἱκέσθαι Ὀδ. Φ. 211· ὑπ. [[ἦμαρ]], ἡ [[ἡμέρα]] τῆς ἐπιστροφῆς, τῆς ἐπανόδου, ὑπότροπον [[ἦμαρ]] ὀλέσσει Χριστοδ. Ἔκφρ. 262· πρβλ. [[ὑπότροφος]]. 2) ὁ συνερχόμενος εἰς ἑαυτόν, ἀναλαμβάνων ἐκ τῶν ἀποτελεσμάτων κτυπήματος, Θεόκρ. 25. 263. ― Κατ’ Εὐστ. (1894, 10): «[[ὑπότροπος]]... ὁ [[οἴκαδε]] ὑποστραφείς· ἐξ [[αὐτοῦ]] δὲ καὶ ὑπότροπα νοσήματα τὰ φιλυπόστροφα», δηλ. τὰ ὑποτροπιάζοντα. | |lstext='''ὑπότροπος''': -ον, (ὑποτρέπω) ὁ ὑποστρέφων, ἐπανερχόμενος, ὁ «ἐξ ὑποστροφῆς» (Ἡσύχ.), ὑπότροπον ἐκ πολέμοιο ἵξεσθαι Ἰλ. Ζ. 501· ὑπ. ἵκετο [[δῶμα]] Ὀδ. Υ. 332· ὑπ. ἵξομαι [[αὖτις]] Ἰλ. Ζ. 367· οὐκέθ’ ὑπότροποι [[αὖθις]] ἔσεσθε Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 476· ὑπ. [[οἴκαδε]] ἱκέσθαι Ὀδ. Φ. 211· ὑπ. [[ἦμαρ]], ἡ [[ἡμέρα]] τῆς ἐπιστροφῆς, τῆς ἐπανόδου, ὑπότροπον [[ἦμαρ]] ὀλέσσει Χριστοδ. Ἔκφρ. 262· πρβλ. [[ὑπότροφος]]. 2) ὁ συνερχόμενος εἰς ἑαυτόν, ἀναλαμβάνων ἐκ τῶν ἀποτελεσμάτων κτυπήματος, Θεόκρ. 25. 263. ― Κατ’ Εὐστ. (1894, 10): «[[ὑπότροπος]]... ὁ [[οἴκαδε]] ὑποστραφείς· ἐξ [[αὐτοῦ]] δὲ καὶ ὑπότροπα νοσήματα τὰ φιλυπόστροφα», δηλ. τὰ ὑποτροπιάζοντα. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui revient, qui est de retour.<br />'''Étymologie:''' ὑποτρέπω. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:27, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, (ὑποτρέπομαι)
A turning back, returning, ὑπότροπον ἐκ πολέμοιο ἵξεσθαι Il.6.501; ὑ. ἵκετο δῶμα Od.20.332; ὑ. ἵξομαι αὖτις Il.6.367; οὐκ ἔθ' ὑπότροποι αὖθις ἔσεσθε h.Ap.476; ὑ. οἴκαδ' ἱκέσθαι Od.21.211. 2 rallying from the effect of a blow, Theoc.25.263.
German (Pape)
[Seite 1237] zurückkehrend, heimkehrend, zurückgekommen; Il. 6, 501 Od. 20, 332; ὑπότροπος αὖτις Il. 6, 367; H. h. Apoll. 476; ὑπότροπος οἴκαδε Od. 21, 211. 22, 35; sp. D.; – immer wiederkommend, wie ὑποτροπικός.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπότροπος: -ον, (ὑποτρέπω) ὁ ὑποστρέφων, ἐπανερχόμενος, ὁ «ἐξ ὑποστροφῆς» (Ἡσύχ.), ὑπότροπον ἐκ πολέμοιο ἵξεσθαι Ἰλ. Ζ. 501· ὑπ. ἵκετο δῶμα Ὀδ. Υ. 332· ὑπ. ἵξομαι αὖτις Ἰλ. Ζ. 367· οὐκέθ’ ὑπότροποι αὖθις ἔσεσθε Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 476· ὑπ. οἴκαδε ἱκέσθαι Ὀδ. Φ. 211· ὑπ. ἦμαρ, ἡ ἡμέρα τῆς ἐπιστροφῆς, τῆς ἐπανόδου, ὑπότροπον ἦμαρ ὀλέσσει Χριστοδ. Ἔκφρ. 262· πρβλ. ὑπότροφος. 2) ὁ συνερχόμενος εἰς ἑαυτόν, ἀναλαμβάνων ἐκ τῶν ἀποτελεσμάτων κτυπήματος, Θεόκρ. 25. 263. ― Κατ’ Εὐστ. (1894, 10): «ὑπότροπος... ὁ οἴκαδε ὑποστραφείς· ἐξ αὐτοῦ δὲ καὶ ὑπότροπα νοσήματα τὰ φιλυπόστροφα», δηλ. τὰ ὑποτροπιάζοντα.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui revient, qui est de retour.
Étymologie: ὑποτρέπω.