παραπέτομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
(6_20)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραπέτομαι''': ποιητ. παρπέταμαι Καλλ. Ἐπιγράμμ. 32: ἀόρ. β΄ παρεπτόμην ἢ -επτάμην· ἀποθ. Πέτομαι [[παρά]] τι, [[κορώνη]] .. πετομένων [τῶν νεοττῶν] σιτίζει παραπετομένη Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 6. 6· τὰς π. μυίας ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 7. 1, 4, 2) παρέρχομαί τι πετόμενος, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1014· [[ἐκφεύγω]] τινά, Ἀνθ. Π. 6. 19. 3) [[πέτομαι]] [[πρός]] τινα, τινι Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 12. - Περὶ τοῦ ἐν Σοφ. Ο. Κ. 715, ἴδε [[παράπτω]].
|lstext='''παραπέτομαι''': ποιητ. παρπέταμαι Καλλ. Ἐπιγράμμ. 32: ἀόρ. β΄ παρεπτόμην ἢ -επτάμην· ἀποθ. Πέτομαι [[παρά]] τι, [[κορώνη]] .. πετομένων [τῶν νεοττῶν] σιτίζει παραπετομένη Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 6. 6· τὰς π. μυίας ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 7. 1, 4, 2) παρέρχομαί τι πετόμενος, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1014· [[ἐκφεύγω]] τινά, Ἀνθ. Π. 6. 19. 3) [[πέτομαι]] [[πρός]] τινα, τινι Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 12. - Περὶ τοῦ ἐν Σοφ. Ο. Κ. 715, ἴδε [[παράπτω]].
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> voler auprès <i>ou</i> le long de;<br /><b>2</b> voler au delà de ; échapper à.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[πέτομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:30, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπέτομαι Medium diacritics: παραπέτομαι Low diacritics: παραπέτομαι Capitals: ΠΑΡΑΠΕΤΟΜΑΙ
Transliteration A: parapétomai Transliteration B: parapetomai Transliteration C: parapetomai Beta Code: parape/tomai

English (LSJ)

poet. παρπέταμαι Call. Epigr.33.6 : aor. 2 παρεπτόμην or -επτάμην (v. infr.) ; also παρέπτην, 3pl.

   A παρέπτησαν Id.Iamb.Fr.9.327 P.:—fly alongside, κορώνη . . ἤδη πετομένων [τῶν νεοττῶν] σιτίζει παραπετομένη Arist.HA563b12 ; τὰς π. μυίας Id.Pol. 1323a29.    2 fly past, of specks before the eyes, Gal.1.363.    3 escape, AP6.19 (Jul.).    4 fly to, ἡμῖν ἑρπετὸν παρέπτατο Semon. 13, cf. Philostr.VA1.7 ; fly to one's succour, οὐ γὰρ ἂν παρέπτετο Ar. Th.1014 : metaph., παραπτῆναι, of a λόγος, Philostr.Her.19.14.

German (Pape)

[Seite 493] (s. πέτομαι), daneben-, vorüberfliegen, übertr., ἁ δ' εὐήρετμος ἁλία χερσὶ παραπτομένα πλάτα, Soph. O. C. 721; παρέπτατο, herbeifliegen, Ar. Thesm. 1014; ἢν παραπτῇ, Mel. 41 (XII, 70); u. in Prosa, παραπετομένη, Arist. H. A. 6, 6.

Greek (Liddell-Scott)

παραπέτομαι: ποιητ. παρπέταμαι Καλλ. Ἐπιγράμμ. 32: ἀόρ. β΄ παρεπτόμην ἢ -επτάμην· ἀποθ. Πέτομαι παρά τι, κορώνη .. πετομένων [τῶν νεοττῶν] σιτίζει παραπετομένη Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 6. 6· τὰς π. μυίας ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 7. 1, 4, 2) παρέρχομαί τι πετόμενος, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1014· ἐκφεύγω τινά, Ἀνθ. Π. 6. 19. 3) πέτομαι πρός τινα, τινι Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 12. - Περὶ τοῦ ἐν Σοφ. Ο. Κ. 715, ἴδε παράπτω.

French (Bailly abrégé)

1 voler auprès ou le long de;
2 voler au delà de ; échapper à.
Étymologie: παρά, πέτομαι.