τρίβολος: Difference between revisions
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
(6_3) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρίβολος''': [ῐ], -ον, ὡς τὸ τρῐβελής, ὁ ἔχων [[τρεῖς]] αἰχμὰς ἢ ἀκωκάς· [[ὅθεν]] ὡς οὐσιαστ., Ι. [[τρίβολος]], ὁ, τριβελὲς [[σιδήριον]] [[ὅπερ]] ῥιπτόμενον καθ’ ὁδὸν παραλύει τὴν κίνησιν τοῦ ἱππικοῦ τῶν πολεμίων ἐν ὥρᾳ μάχης, Πλούτ. 2. 200Β, (ἐν Ἀρβήλοις) [[Δαρεῖος]] τὸ μεταίχμιον τῆς συμβολῆς τριβόλοις κατέσπειρε Πολυαίνου Στραγ. Δ΄, γ΄ (σ. 118 ἔκδ. Κοραῆ), 139. 2, ἴδε Λεξ. τῶν Ἀρχαιοτ.· [[ἐπίσης]], [[μέρος]] τοῦ εἰς τὸ [[στόμα]] τοῦ ἵππου ἐμβαλλομένου χαλινοῦ, [[Πολυδ]]. Α΄, 148. 2) ὡς ἐκ τῆς ὁμοιότητος τοῦ σχήματος, ἔνυδρόν τι φυτὸν ἀκανθῶδες, Λατ. trĭbulus. τρ. [[ἔνυδρος]] Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 9, 1, Διόσκ. 4. 15. β) ὅμοιον φυτὸν ἐπὶ τῆς ξηρᾶς [[ὅπερ]] καὶ προσεκολλᾶτο εἰς τὰ ἔρια τῶν προβάτων. Ἀριστοφ. Λυσ. 576, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 1, 6· ἄκανθαι καὶ τρ. Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ϛʹ, 8· - ὁ Ἀλκαῖος 47 καλεῖ τὸν ὄξινον [[οἶνον]], ὀξύτερων τριβόλων· - παρὰ Φιλοστρ. 492, ἐπηνωρθώθη προσβολῶν ἐξ’ Ἀντιγράφων. ΙΙ. τρίβολοι, οἱ, ἁλωνιστικὴ μηχανὴ συγκείμενη ἐκ σανίδων, εἰς τὴν [[κάτω]] ἐπιφάνειαν τῶν ὁποίων ἐνεπήγνυντο λιθάρια ὀξύτατα ὡς καὶ νῦν, Ἀρχ. Μαθ., ἡ παρ’ Οὐεργιλίῳ trῑbula, Γεωργ. 1. 164· [ὅπoυ τὸ ῑ δεικνύει ὅτι ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας παράγεται ἐκ τοῦ [[τρίβω]], tero]· ἀλλ’ ἔχομεν τρῐβόλους ἀχυρότριβας ἐν Ἀνθ. Π. 6. 104. | |lstext='''τρίβολος''': [ῐ], -ον, ὡς τὸ τρῐβελής, ὁ ἔχων [[τρεῖς]] αἰχμὰς ἢ ἀκωκάς· [[ὅθεν]] ὡς οὐσιαστ., Ι. [[τρίβολος]], ὁ, τριβελὲς [[σιδήριον]] [[ὅπερ]] ῥιπτόμενον καθ’ ὁδὸν παραλύει τὴν κίνησιν τοῦ ἱππικοῦ τῶν πολεμίων ἐν ὥρᾳ μάχης, Πλούτ. 2. 200Β, (ἐν Ἀρβήλοις) [[Δαρεῖος]] τὸ μεταίχμιον τῆς συμβολῆς τριβόλοις κατέσπειρε Πολυαίνου Στραγ. Δ΄, γ΄ (σ. 118 ἔκδ. Κοραῆ), 139. 2, ἴδε Λεξ. τῶν Ἀρχαιοτ.· [[ἐπίσης]], [[μέρος]] τοῦ εἰς τὸ [[στόμα]] τοῦ ἵππου ἐμβαλλομένου χαλινοῦ, [[Πολυδ]]. Α΄, 148. 2) ὡς ἐκ τῆς ὁμοιότητος τοῦ σχήματος, ἔνυδρόν τι φυτὸν ἀκανθῶδες, Λατ. trĭbulus. τρ. [[ἔνυδρος]] Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 9, 1, Διόσκ. 4. 15. β) ὅμοιον φυτὸν ἐπὶ τῆς ξηρᾶς [[ὅπερ]] καὶ προσεκολλᾶτο εἰς τὰ ἔρια τῶν προβάτων. Ἀριστοφ. Λυσ. 576, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 1, 6· ἄκανθαι καὶ τρ. Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ϛʹ, 8· - ὁ Ἀλκαῖος 47 καλεῖ τὸν ὄξινον [[οἶνον]], ὀξύτερων τριβόλων· - παρὰ Φιλοστρ. 492, ἐπηνωρθώθη προσβολῶν ἐξ’ Ἀντιγράφων. ΙΙ. τρίβολοι, οἱ, ἁλωνιστικὴ μηχανὴ συγκείμενη ἐκ σανίδων, εἰς τὴν [[κάτω]] ἐπιφάνειαν τῶν ὁποίων ἐνεπήγνυντο λιθάρια ὀξύτατα ὡς καὶ νῦν, Ἀρχ. Μαθ., ἡ παρ’ Οὐεργιλίῳ trῑbula, Γεωργ. 1. 164· [ὅπoυ τὸ ῑ δεικνύει ὅτι ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας παράγεται ἐκ τοῦ [[τρίβω]], tero]· ἀλλ’ ἔχομεν τρῐβόλους ἀχυρότριβας ἐν Ἀνθ. Π. 6. 104. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />à trois pointes;<br /><i>subst.</i> :<br /><b>I.</b> ὁ [[τρίβολος]] :<br /><b>1</b> chausse-trappe qu’on dispose sur les routes pour arrêter la cavalerie ennemie;<br /><b>2</b> <i>pl.</i> pointes de fer au mors d’un cheval;<br /><b>3</b> dard à trois pointes, trident, harpon;<br /><b>4</b> pointe <i>ou</i> piquant, <i>particul.</i> poil dur de la laine brute;<br /><b>5</b> châtaigne d’eau, <i>plante aquatique armée de piquants</i>;<br /><b>6</b> sorte de chardon;<br /><b>II.</b> τὰ τρίβολα sorte de herse pour séparer le grain de la paille.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[βάλλω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:30, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῐ], ὁ, name of various prickly plants, a water-chestnut, Trapa natans, τ. ἔνυδρος Thphr.HP4.9.1, Dsc.4.15. b caltrops, Tribulus terrestris, Ar.Lys.576; τ. περικαρπιάκανθος, χερσαῖος, Thphr.HP3.1.6, 6.1.3, Dsc. l.c.; ἄκανθαι καὶ τ. LXX Ge.3.18; βάτοι καὶ τ. Ph.1.680, cf. IG14.1934f1 (Rome):—Alc.47 calls sour wine ὀξύτερος τριβόλων. c τ. φυλλάκανθος, thorny trefoil, Fagonia cretica, Thphr.HP6.5.3. d τ. παραθαλάσσιος, prickly samphire, Echinophora spinosa, Hp.Nat.Mul.32. II τρίβολοι, οἱ, a threshing-machine, a board with sharp stones fixed in the bottom, Ph.Bel.85.36, al., LXX 2 Ki.12.31, Longus 3.30; τ. ξύλινος (in the section περὶ κάρρων) Edict.Diocl.15.41; τριβόλους ἀχυρότριβας AP6.104 (Phil.). III caltrop, i. e. a four-spiked implement thrown on the ground to lame the enemy's horses, Ph.Bel.100.7, Plu.2.200a, Polyaen.1.39.2, 4.3.17, Hdn.4.15.2, Procop.Goth.3.24. b τ. πηχῶν έ a larger contrivance for stopping boulders, etc., thrown down a slope, Ath.Mech. 38.2. c οἱ κατακρημνώμενοι τ. an instrument hung from the walls of a fortress as a defence against battering-rams, Ph.Bel.100.15. d a kind of missile, τριβόλων σιδηρῶν σφενδονῆται D.H.20.1; οἱ τ. οἱ καιόμενοι a kind of incendiary missile, Ph.Bel.100.20, cf. 94.9. IV part of the bit of a bridle, PCair.Zen.782 (a).9 (iii B. C.), Poll.1.148, Hsch. V dub. sens. in naval dockyard records, σίδηρος ἐκ τοῦ τ. IG22.1629.1154, 1631.338. VI as Adj., three-tiered, πυρὰ πυργοειδὴς τ. D.C.74.5.
German (Pape)
[Seite 1140] dreispitzig, dreizackig, ἄκων, Hesych. – Als subst. 1) ὁ τρίβολος, eine eiserne Spitze, in die Fersen zu stechen, eine Fußangel, Polyaen. 1, 39, 2; auch eine Spitze von Eisen am Pferdezaum. – Wegen der Aehnlichkeit eine stachlige Wasserpflanze, Wassernuß, tribulus; auch eine ähnliche Landpflanze, Voß Virg. Georg. 1, 153; ἀπὸ τριβόλων σῦκα συλλέγειν, Matth. 7, 16; – Alcaeus bei Ath. II, 38 sagt ὀξύτερος τριβόλων, sauer gewordener Wein, der den Stich hat. – 2) Stichrede, das witzig, epigrammatisch Zugespitzte des Ausdrucks, die Pointe. – 3) bei Ar. Lys. 576 die Schaafslorbeeren, die in der Wolle hangen bleiben. – 4) τὰ τρίβολα, eine Dreschmaschine, ein unten mit spitzigen Steinen besetztes Brett, das über das Getreide auf der Tenne geschleppt wurde, tribula, auch τριβόλους ὀξεῖς ἀχυρότριβας, Philp. 14 (VI, 104); vgl. Mathem. vett.
Greek (Liddell-Scott)
τρίβολος: [ῐ], -ον, ὡς τὸ τρῐβελής, ὁ ἔχων τρεῖς αἰχμὰς ἢ ἀκωκάς· ὅθεν ὡς οὐσιαστ., Ι. τρίβολος, ὁ, τριβελὲς σιδήριον ὅπερ ῥιπτόμενον καθ’ ὁδὸν παραλύει τὴν κίνησιν τοῦ ἱππικοῦ τῶν πολεμίων ἐν ὥρᾳ μάχης, Πλούτ. 2. 200Β, (ἐν Ἀρβήλοις) Δαρεῖος τὸ μεταίχμιον τῆς συμβολῆς τριβόλοις κατέσπειρε Πολυαίνου Στραγ. Δ΄, γ΄ (σ. 118 ἔκδ. Κοραῆ), 139. 2, ἴδε Λεξ. τῶν Ἀρχαιοτ.· ἐπίσης, μέρος τοῦ εἰς τὸ στόμα τοῦ ἵππου ἐμβαλλομένου χαλινοῦ, Πολυδ. Α΄, 148. 2) ὡς ἐκ τῆς ὁμοιότητος τοῦ σχήματος, ἔνυδρόν τι φυτὸν ἀκανθῶδες, Λατ. trĭbulus. τρ. ἔνυδρος Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 9, 1, Διόσκ. 4. 15. β) ὅμοιον φυτὸν ἐπὶ τῆς ξηρᾶς ὅπερ καὶ προσεκολλᾶτο εἰς τὰ ἔρια τῶν προβάτων. Ἀριστοφ. Λυσ. 576, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 1, 6· ἄκανθαι καὶ τρ. Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ϛʹ, 8· - ὁ Ἀλκαῖος 47 καλεῖ τὸν ὄξινον οἶνον, ὀξύτερων τριβόλων· - παρὰ Φιλοστρ. 492, ἐπηνωρθώθη προσβολῶν ἐξ’ Ἀντιγράφων. ΙΙ. τρίβολοι, οἱ, ἁλωνιστικὴ μηχανὴ συγκείμενη ἐκ σανίδων, εἰς τὴν κάτω ἐπιφάνειαν τῶν ὁποίων ἐνεπήγνυντο λιθάρια ὀξύτατα ὡς καὶ νῦν, Ἀρχ. Μαθ., ἡ παρ’ Οὐεργιλίῳ trῑbula, Γεωργ. 1. 164· [ὅπoυ τὸ ῑ δεικνύει ὅτι ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας παράγεται ἐκ τοῦ τρίβω, tero]· ἀλλ’ ἔχομεν τρῐβόλους ἀχυρότριβας ἐν Ἀνθ. Π. 6. 104.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à trois pointes;
subst. :
I. ὁ τρίβολος :
1 chausse-trappe qu’on dispose sur les routes pour arrêter la cavalerie ennemie;
2 pl. pointes de fer au mors d’un cheval;
3 dard à trois pointes, trident, harpon;
4 pointe ou piquant, particul. poil dur de la laine brute;
5 châtaigne d’eau, plante aquatique armée de piquants;
6 sorte de chardon;
II. τὰ τρίβολα sorte de herse pour séparer le grain de la paille.
Étymologie: τρεῖς, βάλλω.