ἴλλοψ: Difference between revisions

From LSJ

Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm

Menander, Monostichoi, 365
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἴλλοψ''': -οπος, ὁ, ἡ, [[λέξις]] ἐπινοηθεῖσα πρὸς ἐξήγησιν τοῦ Ὁμηρικοῦ [[ἔλλοψ]], «[[ἔλλοπες]]... βούλονται γὰρ κατὰ τὴν ἀναλογίαν ἴλλοπές τινες [[εἶναι]] διὰ τὸ εἴργεσθαι φωνῆς· ἔστι γὰρ τὸ μὲν ἴλλεσθαι εἴργεσθαι, ἡ δὲ ὄψ φωνὴ» κτλ. Ἀθην, 308Β, C, πρβλ. Πλούτ. 2. 728Ε.
|lstext='''ἴλλοψ''': -οπος, ὁ, ἡ, [[λέξις]] ἐπινοηθεῖσα πρὸς ἐξήγησιν τοῦ Ὁμηρικοῦ [[ἔλλοψ]], «[[ἔλλοπες]]... βούλονται γὰρ κατὰ τὴν ἀναλογίαν ἴλλοπές τινες [[εἶναι]] διὰ τὸ εἴργεσθαι φωνῆς· ἔστι γὰρ τὸ μὲν ἴλλεσθαι εἴργεσθαι, ἡ δὲ ὄψ φωνὴ» κτλ. Ἀθην, 308Β, C, πρβλ. Πλούτ. 2. 728Ε.
}}
{{bailly
|btext=οπος;<br /><i>adj. m.</i><br />muet.<br />'''Étymologie:''' mot imaginé pour expliquer [[ἔλλοψ]].
}}
}}

Revision as of 19:31, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴλλοψ Medium diacritics: ἴλλοψ Low diacritics: ίλλοψ Capitals: ΙΛΛΟΨ
Transliteration A: íllops Transliteration B: illops Transliteration C: illops Beta Code: i)/lloy

English (LSJ)

οπος, ὁ, ἡ, coined as etym. of ἔλλοψ, Ath.7.308b,c, cf. Plu.2.728e.

Greek (Liddell-Scott)

ἴλλοψ: -οπος, ὁ, ἡ, λέξις ἐπινοηθεῖσα πρὸς ἐξήγησιν τοῦ Ὁμηρικοῦ ἔλλοψ, «ἔλλοπες... βούλονται γὰρ κατὰ τὴν ἀναλογίαν ἴλλοπές τινες εἶναι διὰ τὸ εἴργεσθαι φωνῆς· ἔστι γὰρ τὸ μὲν ἴλλεσθαι εἴργεσθαι, ἡ δὲ ὄψ φωνὴ» κτλ. Ἀθην, 308Β, C, πρβλ. Πλούτ. 2. 728Ε.

French (Bailly abrégé)

οπος;
adj. m.
muet.
Étymologie: mot imaginé pour expliquer ἔλλοψ.