ἐπιβλής: Difference between revisions
(6_12) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιβλής''': ῆτος, ὁ, ([[ἐπιβάλλω]]) «ὁ τῇ [[θύρα]] ἐπιβαλλόμενος μοχλὸς» (Σχόλ.), θύρην δ’ ἔχε μοῦνος ἐπιβλὴς [[εἰλάτινος]] Ἰλ. Ω. 453.- Καθ’ Ἁρποκρ. «[[ἐπιβλής]] εστιν, ὡς μὲν Τιμαχίδας φησι, δοκὸς, ὡς δέ φησι Κλείταρχος ὁ [[γλωσσογράφος]] ποιά τις [[δοκός]]», πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λ.·- ἐπὶ αἰσχρᾶς ἐννοίας, [[ἄκρον]] ἐπιβλῆτος [[μεσσόθι]] πηξάμενος Ἀνθ. Π. 5. 242, 6. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. = [[ἐπίβλητος]], Ἀνθ. Π. 7. 479. | |lstext='''ἐπιβλής''': ῆτος, ὁ, ([[ἐπιβάλλω]]) «ὁ τῇ [[θύρα]] ἐπιβαλλόμενος μοχλὸς» (Σχόλ.), θύρην δ’ ἔχε μοῦνος ἐπιβλὴς [[εἰλάτινος]] Ἰλ. Ω. 453.- Καθ’ Ἁρποκρ. «[[ἐπιβλής]] εστιν, ὡς μὲν Τιμαχίδας φησι, δοκὸς, ὡς δέ φησι Κλείταρχος ὁ [[γλωσσογράφος]] ποιά τις [[δοκός]]», πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λ.·- ἐπὶ αἰσχρᾶς ἐννοίας, [[ἄκρον]] ἐπιβλῆτος [[μεσσόθι]] πηξάμενος Ἀνθ. Π. 5. 242, 6. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. = [[ἐπίβλητος]], Ἀνθ. Π. 7. 479. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆτος (ὁ) :<br />verrou.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιβάλλω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:31, 9 August 2017
English (LSJ)
ῆτος, ὁ,
A bolt or bar fitting into a socket, Il.24.453; sens. obsc., AP5.241 (Eratosth.). II. cover, ib.7.479 (Theodorid.). III. ἡ ἐ. (sc. δοκός) cross-beam, Lys.Fr.175 S., IG11.144A58 (Delos, iv B.C.), 22.463.62, 1672.193.
German (Pape)
[Seite 929] ῆτος, ὁ, der vorgeschobene Balken od. Thürriegel, Il. 24, 453; Harpocr. aus Lys. erkl. δοκός. Aehnl. mit obscöner Zweideutigkeit Eratosth. Schol. 1 (V, 242). Bei Theodorid. 18 (VII, 479) πέτρος γυρὴ καὶ ἄτριπτος ἐπιβλής ist es wohl adj. zu nehmen.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβλής: ῆτος, ὁ, (ἐπιβάλλω) «ὁ τῇ θύρα ἐπιβαλλόμενος μοχλὸς» (Σχόλ.), θύρην δ’ ἔχε μοῦνος ἐπιβλὴς εἰλάτινος Ἰλ. Ω. 453.- Καθ’ Ἁρποκρ. «ἐπιβλής εστιν, ὡς μὲν Τιμαχίδας φησι, δοκὸς, ὡς δέ φησι Κλείταρχος ὁ γλωσσογράφος ποιά τις δοκός», πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λ.·- ἐπὶ αἰσχρᾶς ἐννοίας, ἄκρον ἐπιβλῆτος μεσσόθι πηξάμενος Ἀνθ. Π. 5. 242, 6. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. = ἐπίβλητος, Ἀνθ. Π. 7. 479.
French (Bailly abrégé)
ῆτος (ὁ) :
verrou.
Étymologie: ἐπιβάλλω.