διακριβόω: Difference between revisions
(6_1) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διακρῑβόω''': [[εἰκονίζω]], [[παριστάνω]] ἀκριβῶς, Ἔρωτα Σιμων. 188. 2) [[ἐξετάζω]] ἢ συζητῶ τι λεπτομερῶς, μετ’ ἀκριβείας, τι Ξεν. Κύρ. 2. 1, 27, Ἀριστ. Σοφ. Ἐλέγχ. 7, 5, Ἠθ. Ν. 10. 8, 3· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πλάτ. Θεαιτ. 184D· [[περί]] τινος Ἰσοκρ. 44C· διηκρίβωται, τὸ [[πρᾶγμα]] λεπτομερῶς ἔχει ἐξετασθῆ, Ἀριστ. Ρήτ. 1. 8,7· - ἐν τῷ παθ. [[ὡσαύτως]], φέρομαι εἰς ἐντέλειαν ἢ ἀκρίβειαν, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 3. 3, ο, κτλ.· οἱ διηκριβωμένοι, ἄνθρωποι τέλειοι, Πλάτ. Νόμ. 965Α· διηκρ. τέχναι Ἀθήν. 511D· - [[ὡσαύτως]] ῥημ. ἐπίθ. -ωτέον, μετ’ αἰτιατ., Πλούτ. Λυσ. 12. | |lstext='''διακρῑβόω''': [[εἰκονίζω]], [[παριστάνω]] ἀκριβῶς, Ἔρωτα Σιμων. 188. 2) [[ἐξετάζω]] ἢ συζητῶ τι λεπτομερῶς, μετ’ ἀκριβείας, τι Ξεν. Κύρ. 2. 1, 27, Ἀριστ. Σοφ. Ἐλέγχ. 7, 5, Ἠθ. Ν. 10. 8, 3· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πλάτ. Θεαιτ. 184D· [[περί]] τινος Ἰσοκρ. 44C· διηκρίβωται, τὸ [[πρᾶγμα]] λεπτομερῶς ἔχει ἐξετασθῆ, Ἀριστ. Ρήτ. 1. 8,7· - ἐν τῷ παθ. [[ὡσαύτως]], φέρομαι εἰς ἐντέλειαν ἢ ἀκρίβειαν, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 3. 3, ο, κτλ.· οἱ διηκριβωμένοι, ἄνθρωποι τέλειοι, Πλάτ. Νόμ. 965Α· διηκρ. τέχναι Ἀθήν. 511D· - [[ὡσαύτως]] ῥημ. ἐπίθ. -ωτέον, μετ’ αἰτιατ., Πλούτ. Λυσ. 12. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> achever, parfaire ; <i>part. pf. Pass.</i> διηκριβωμένος, achevé, accompli;<br /><b>2</b> examiner en détail <i>ou</i> à fond ; <i>Pass.</i> διηκρίβωται ARSTT la question a été soigneusement examinée;<br /><i><b>Moy.</b></i> διακριβόομαι-οῦμαι faire un examen détaillé <i>ou</i> approfondi.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἀκριβόω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 9 August 2017
English (LSJ)
A portray exactly, Ἔρωτα APl.4.204 (Praxiteles). 2 examne or discuss minutely or with precision, τὰς τάξεις X.Cyr.2.1.27; τὸν ὅρον Arist.SE169b15, cf.EN1178a23:—Med., Pl. Tht.184d; περί τινος Isoc.4.18:—Pass., διηκρίβωται the subject has been examined minutely, Arist.Rh.1366a21, cf. Phld.Herc.862.13; to be brought to exactness or perfection, Arist.EN1112b6, etc.; διηκριβωμένοι accomplished persons, Pl.Lg.965a; διηκρ. ἑρμηνεία Aristox. Harm.p.16M.; διηκρ. τέχναι Ath.12.511d.
German (Pape)
[Seite 584] genau, sorgfältig machen; Πραξιτέλης, ὃν ἔπασχε, διηκρίβωσεν Ἔρωτα Simonid. 84 (Plan. 204); τὰς τάξεις, genau kennen, Xen. Cyr. 2, 1, 27; Sp.; – pass.; διηκριβωμένος, ganz genau, Plat. Legg. XII, 965 a; öfter Plut., z. B. Caes. 59. – Med., genau auseinandersetzen, Plat. Theaet. 184 d; Polit. 292 c; περί τινος, genau erforschen, Isocr. 4, 18; Is. 3, 39.
Greek (Liddell-Scott)
διακρῑβόω: εἰκονίζω, παριστάνω ἀκριβῶς, Ἔρωτα Σιμων. 188. 2) ἐξετάζω ἢ συζητῶ τι λεπτομερῶς, μετ’ ἀκριβείας, τι Ξεν. Κύρ. 2. 1, 27, Ἀριστ. Σοφ. Ἐλέγχ. 7, 5, Ἠθ. Ν. 10. 8, 3· - οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πλάτ. Θεαιτ. 184D· περί τινος Ἰσοκρ. 44C· διηκρίβωται, τὸ πρᾶγμα λεπτομερῶς ἔχει ἐξετασθῆ, Ἀριστ. Ρήτ. 1. 8,7· - ἐν τῷ παθ. ὡσαύτως, φέρομαι εἰς ἐντέλειαν ἢ ἀκρίβειαν, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 3. 3, ο, κτλ.· οἱ διηκριβωμένοι, ἄνθρωποι τέλειοι, Πλάτ. Νόμ. 965Α· διηκρ. τέχναι Ἀθήν. 511D· - ὡσαύτως ῥημ. ἐπίθ. -ωτέον, μετ’ αἰτιατ., Πλούτ. Λυσ. 12.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 achever, parfaire ; part. pf. Pass. διηκριβωμένος, achevé, accompli;
2 examiner en détail ou à fond ; Pass. διηκρίβωται ARSTT la question a été soigneusement examinée;
Moy. διακριβόομαι-οῦμαι faire un examen détaillé ou approfondi.
Étymologie: διά, ἀκριβόω.