λινόδετος: Difference between revisions
From LSJ
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
(6_15) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῐνόδετος''': -ον, (δέω) δεδεμένος διὰ λινῶν [[σχοινίων]], χαλινοὶ Εὐρ. Ι. Τ. 1043˙ δεδεμένος διὰ κλωστῆς, λ., [[ὥσπερ]] μηλολόνθην τοῦ ποδός, δεδεμένην ἐκ τοῦ ποδὸς (ὡς καὶ νῦν ποιοῦσι τὰ [[παιδία]] ἐν Ἑλλάδι), Ἀριστοφ. Νεφ. 763. | |lstext='''λῐνόδετος''': -ον, (δέω) δεδεμένος διὰ λινῶν [[σχοινίων]], χαλινοὶ Εὐρ. Ι. Τ. 1043˙ δεδεμένος διὰ κλωστῆς, λ., [[ὥσπερ]] μηλολόνθην τοῦ ποδός, δεδεμένην ἐκ τοῦ ποδὸς (ὡς καὶ νῦν ποιοῦσι τὰ [[παιδία]] ἐν Ἑλλάδι), Ἀριστοφ. Νεφ. 763. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[λινόδεσμος]].<br />'''Étymologie:''' [[λίνον]], [[δέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, (δέω)
A bound with flaxen cords, χαλινοί E.IT1043; πέδη (of the Hellespont) Tim. Pers.85; λ. ὥσπερ μηλολόνθην τοῦ ποδός tied by the foot, Ar.Nu. 764.
German (Pape)
[Seite 49] mit leinenen, flächsenen Stricken gebunden; χαλινοί, Ankertaue, Eur. I. T. 1043; Ar. Ran. 763.
Greek (Liddell-Scott)
λῐνόδετος: -ον, (δέω) δεδεμένος διὰ λινῶν σχοινίων, χαλινοὶ Εὐρ. Ι. Τ. 1043˙ δεδεμένος διὰ κλωστῆς, λ., ὥσπερ μηλολόνθην τοῦ ποδός, δεδεμένην ἐκ τοῦ ποδὸς (ὡς καὶ νῦν ποιοῦσι τὰ παιδία ἐν Ἑλλάδι), Ἀριστοφ. Νεφ. 763.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. λινόδεσμος.
Étymologie: λίνον, δέω.