πολυκηδής: Difference between revisions
From LSJ
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
(6_7) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολῠκηδής''': -ές, ὁ [[πλήρης]] φροντίδων, [[θλιβερός]], [[νόστος]] Ὀδ. Ι. 37, Ψ. 351. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυκηδέος· πολυφροντίστου» καὶ «πολυκηδές· πολλῶν κακῶν αἴτιον». | |lstext='''πολῠκηδής''': -ές, ὁ [[πλήρης]] φροντίδων, [[θλιβερός]], [[νόστος]] Ὀδ. Ι. 37, Ψ. 351. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυκηδέος· πολυφροντίστου» καὶ «πολυκηδές· πολλῶν κακῶν αἴτιον». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />qui cause une grande affliction.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[κῆδος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 9 August 2017
English (LSJ)
ές,
A full of care, grievous, νόστος Od.9.37,23.351; μάχη Plu.Nob.2 (Sup.); νοῦσος Q.S.8.31; of persons, κασιγνήτη A.R. 4.734, cf. Q.S.10.310.
German (Pape)
[Seite 664] ές, sorgenvoll; Od. 9, 37. 23, 351; ναυτιλίη, Ap. Rh. 1, 16.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠκηδής: -ές, ὁ πλήρης φροντίδων, θλιβερός, νόστος Ὀδ. Ι. 37, Ψ. 351. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυκηδέος· πολυφροντίστου» καὶ «πολυκηδές· πολλῶν κακῶν αἴτιον».
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui cause une grande affliction.
Étymologie: πολύς, κῆδος.