ἀνασκοπέω: Difference between revisions
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong
(6_2) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνασκοπέω''': [[μετὰ]] μέλλ. -σκέψομαι καὶ ἀορ. ἀνεσκεψάμην, (ἴδε [[ἀνασκέπτομαι]]): παρατηρῶ τι [[μετὰ]] προσοχῆς, [[ἐξετάζω]] τι [[καλῶς]], πάντ’ ἀνασκόπει [[καλῶς]] Ἀριστοφ. Θεσμ. 666, πρβλ. Θουκ. 1. 132, κτλ.: [[ὡσαύτως]] ἐν μέσ. φωνῇ ἀνασκοπουμένους Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 827. ΙΙ. ἀναθεωρῶ, [[ἀναλογίζομαι]], εἴ τις τὰ προγεγενημένα ἔτι ἀνασκοποίη τῇ πόλει πῶς ἀποβέβηκεν Ξεν. Πόροι 5. 11. | |lstext='''ἀνασκοπέω''': [[μετὰ]] μέλλ. -σκέψομαι καὶ ἀορ. ἀνεσκεψάμην, (ἴδε [[ἀνασκέπτομαι]]): παρατηρῶ τι [[μετὰ]] προσοχῆς, [[ἐξετάζω]] τι [[καλῶς]], πάντ’ ἀνασκόπει [[καλῶς]] Ἀριστοφ. Θεσμ. 666, πρβλ. Θουκ. 1. 132, κτλ.: [[ὡσαύτως]] ἐν μέσ. φωνῇ ἀνασκοπουμένους Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 827. ΙΙ. ἀναθεωρῶ, [[ἀναλογίζομαι]], εἴ τις τὰ προγεγενημένα ἔτι ἀνασκοποίη τῇ πόλει πῶς ἀποβέβηκεν Ξεν. Πόροι 5. 11. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés. et impf. ; pour le f. et l’ao., on emploie les temps de</i> [[ἀνασκέπτομαι]];<br />examiner, acc. : [[τά]] [[τε]] ἄλλα ἀνεσκόπουν [[εἰ]] THC entre autres choses, ils examinaient si;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀνασκοπέομαι-οῦμαι examiner.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[σκοπέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 9 August 2017
English (LSJ)
c. fut. -σκέψομαι, aor. ἀνεσκεψάμην: (cf. ἀνασκέπτομαι):—
A look at narrowly, examine well, πάντ' ἀνασκόπει καλῶς Ar.Th.666, cf. Th.1.132, etc.:—also in Med., ἀνασκοπουμένοις Ar. Ec.827. II look back at, reckon up, X.Vect.5.11 (nisi leg. ἐπανα-).
German (Pape)
[Seite 207] nur praes., s. ἀνασκέπτομαι, 1) genau betrachten, untersuchen, Thuc. 7, 42; τὰ ὀνόματα Plat. Crat. 401 c; εἴτε οὕτως εἴτε ἄλλως ἔχει Legg. X, 888 c. Sp. auch περί τινος; med., Ael. H. A. 13, 23. – 2) zurückblicken auf etwas, τί, Xen. Vect. 5, 11.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνασκοπέω: μετὰ μέλλ. -σκέψομαι καὶ ἀορ. ἀνεσκεψάμην, (ἴδε ἀνασκέπτομαι): παρατηρῶ τι μετὰ προσοχῆς, ἐξετάζω τι καλῶς, πάντ’ ἀνασκόπει καλῶς Ἀριστοφ. Θεσμ. 666, πρβλ. Θουκ. 1. 132, κτλ.: ὡσαύτως ἐν μέσ. φωνῇ ἀνασκοπουμένους Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 827. ΙΙ. ἀναθεωρῶ, ἀναλογίζομαι, εἴ τις τὰ προγεγενημένα ἔτι ἀνασκοποίη τῇ πόλει πῶς ἀποβέβηκεν Ξεν. Πόροι 5. 11.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. prés. et impf. ; pour le f. et l’ao., on emploie les temps de ἀνασκέπτομαι;
examiner, acc. : τά τε ἄλλα ἀνεσκόπουν εἰ THC entre autres choses, ils examinaient si;
Moy. ἀνασκοπέομαι-οῦμαι examiner.
Étymologie: ἀνά, σκοπέω.