διαμερίζω: Difference between revisions
From LSJ
(6_1) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαμερίζω''': [[διαμοιράω]], [[διανέμω]], Πλάτ. Φιλ. 15Ε˙ τοὺς πόνους εἰς ἅπαν τὸ [[σῶμα]] Ἀριστ. Προβλ. 5. 40. ΙΙ. διαιρῶ, [[χωρίζω]], [[ἀποχωρίζω]], Μένανδ. Ἀδήλ. 491. - Μέσ., μοιράζομαι μετ’ ἄλλων, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κζ΄, 35, κτλ. | |lstext='''διαμερίζω''': [[διαμοιράω]], [[διανέμω]], Πλάτ. Φιλ. 15Ε˙ τοὺς πόνους εἰς ἅπαν τὸ [[σῶμα]] Ἀριστ. Προβλ. 5. 40. ΙΙ. διαιρῶ, [[χωρίζω]], [[ἀποχωρίζω]], Μένανδ. Ἀδήλ. 491. - Μέσ., μοιράζομαι μετ’ ἄλλων, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κζ΄, 35, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> partager de côté et d’autre, distribuer;<br /><b>2</b> diviser, séparer.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[μέρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:34, 9 August 2017
English (LSJ)
A divide, Pl.Phlb.15e; distribute, τὸ ἐπιβάλλον Corn. ND27; τοὺς πόνους εἰς ἅπαν τὸ σῶμα Arist.Pr.885a18:—Pass., to be cut up, Pl.Lg.849d. II part, separate, Men.883:—Med., divide or part among themselves, Ev.Matt.27.35; πρὸς ἑαυτούς PAmh.2.152.18(v/vi A.D.):—Pass., to be set at variance, Ev.Luc.12.52,53.
Greek (Liddell-Scott)
διαμερίζω: διαμοιράω, διανέμω, Πλάτ. Φιλ. 15Ε˙ τοὺς πόνους εἰς ἅπαν τὸ σῶμα Ἀριστ. Προβλ. 5. 40. ΙΙ. διαιρῶ, χωρίζω, ἀποχωρίζω, Μένανδ. Ἀδήλ. 491. - Μέσ., μοιράζομαι μετ’ ἄλλων, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κζ΄, 35, κτλ.
French (Bailly abrégé)
1 partager de côté et d’autre, distribuer;
2 diviser, séparer.
Étymologie: διά, μέρος.