ἐχεγλωττία: Difference between revisions
From LSJ
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
(6_10) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐχεγλωττία''': ἡ, ἀνοκωχή γλώσσης, [[σιγή]], [[σιωπή]], [[λέξις]] χαλκευθεῖσα ὑπὸ τοῦ Λουκιανοῦ ἐν Λεξιφ. 9, κατὰ τὸ [[ἐκεχειρία]] (διακοπὴ πολεμικῶν ἐργασιῶν). | |lstext='''ἐχεγλωττία''': ἡ, ἀνοκωχή γλώσσης, [[σιγή]], [[σιωπή]], [[λέξις]] χαλκευθεῖσα ὑπὸ τοῦ Λουκιανοῦ ἐν Λεξιφ. 9, κατὰ τὸ [[ἐκεχειρία]] (διακοπὴ πολεμικῶν ἐργασιῶν). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />discrétion, silence.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]], [[γλῶσσα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:34, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A tongue-truce, 'linguistice', coined by Luc.Lex.9, after ἐκεχειρία (armistice).
German (Pape)
[Seite 1124] ἡ, Zungenstillstand, nach ἐκεχειρία von Luc. Lexiph. 9 gebildet.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχεγλωττία: ἡ, ἀνοκωχή γλώσσης, σιγή, σιωπή, λέξις χαλκευθεῖσα ὑπὸ τοῦ Λουκιανοῦ ἐν Λεξιφ. 9, κατὰ τὸ ἐκεχειρία (διακοπὴ πολεμικῶν ἐργασιῶν).