σύνδενδρος: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
(6_18)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σύνδενδρος''': -ον, ὁ πυκνὰ δένδρα ἔχων, [[κατάφυτος]] ἐκ δένδρων, Πολύβ. 12. 4, 2, Δείναρχ. σελ. 12· ὕλη Βάβρ. 43· ἔν τινι συνδένδρῳ, δασώδει, πλήρει δένδρων πυκνῶν τόπῳ, Πλούτ. 2. 310Ε.
|lstext='''σύνδενδρος''': -ον, ὁ πυκνὰ δένδρα ἔχων, [[κατάφυτος]] ἐκ δένδρων, Πολύβ. 12. 4, 2, Δείναρχ. σελ. 12· ὕλη Βάβρ. 43· ἔν τινι συνδένδρῳ, δασώδει, πλήρει δένδρων πυκνῶν τόπῳ, Πλούτ. 2. 310Ε.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />rempli d’arbres, boisé ; τὸ σύνδενδρον le fourré.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[δένδρον]].
}}
}}

Revision as of 19:34, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνδενδρος Medium diacritics: σύνδενδρος Low diacritics: σύνδενδρος Capitals: ΣΥΝΔΕΝΔΡΟΣ
Transliteration A: sýndendros Transliteration B: syndendros Transliteration C: syndendros Beta Code: su/ndendros

English (LSJ)

ον,

   A thickly-wooded, Dicaearch.1.8, Plb.12.4.2, Sch.Il.Oxy.1086.10; τόποι Arr.Tact.27.4; ὕλη Babr.43.1; ἔν τινι συνδένδρῳ in a thickly-wooded place, Plu. 2.310e.

German (Pape)

[Seite 1006] dicht mit Bäumen besetzt; waldig; νῆσος, Pol. 12, 4, 2; ὕλη, Babr. 43, 11; – τὸ σύνδενδρον, die Waldung, das Dickicht.

Greek (Liddell-Scott)

σύνδενδρος: -ον, ὁ πυκνὰ δένδρα ἔχων, κατάφυτος ἐκ δένδρων, Πολύβ. 12. 4, 2, Δείναρχ. σελ. 12· ὕλη Βάβρ. 43· ἔν τινι συνδένδρῳ, δασώδει, πλήρει δένδρων πυκνῶν τόπῳ, Πλούτ. 2. 310Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
rempli d’arbres, boisé ; τὸ σύνδενδρον le fourré.
Étymologie: σύν, δένδρον.