ἀντικρούω: Difference between revisions
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
(6_13a) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντικρούω''': μέλλ. -σω, [[κρούω]] ἐπί τινος, συγκρούομαι. 1) ἐπὶ φυσικῆς ἐννοίας, ὀλίγα... τὰ ἀντικρούοντα αὐτοῖς Ἀριστ. π. Οὐρ. 4. 6, 2· ἀπολ., ὁ αὐτ. περὶ Ζ. Μορ. 1. 1, 45, καὶ ἀλλαχοῦ, ἀντ. Πλάτ. Νόμ. 857Β· ἀσπὶς ἀσπίδι Λιβάν. 4. 542 2) κατὰ γενικὴν ἔννοιαν, αὐτοῖς τοῦτο... ἀντεκεκρούκει, ἦτο ἐμπόδιον εἰς αὐτούς, ἀντενήργει κατ’ αὐτῶν, Θουκ. 6. 46· ἀντ. ταῖς συμβουλίαις Πλουτ. Ἀγησ. 7· ἀντ. [[πρός]] τι ὁ αὐτ. Κάτ. πρεσβ. 24: - ἀπόλ., ἀποδεικνύομαι [[κώλυμα]], [[παρέχω]] ἐμπόδιον, ἀντέκρουσέ τι καὶ γέγον’ [[οἷον]] οὐκ ἔδει Δημ. 294. 20· ἐὰν ἀντικρούσῃ τις Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 9· ἀντέκρουον αἱ γυναῖκες [[Πολυδ]]. Β΄, 9, 11. | |lstext='''ἀντικρούω''': μέλλ. -σω, [[κρούω]] ἐπί τινος, συγκρούομαι. 1) ἐπὶ φυσικῆς ἐννοίας, ὀλίγα... τὰ ἀντικρούοντα αὐτοῖς Ἀριστ. π. Οὐρ. 4. 6, 2· ἀπολ., ὁ αὐτ. περὶ Ζ. Μορ. 1. 1, 45, καὶ ἀλλαχοῦ, ἀντ. Πλάτ. Νόμ. 857Β· ἀσπὶς ἀσπίδι Λιβάν. 4. 542 2) κατὰ γενικὴν ἔννοιαν, αὐτοῖς τοῦτο... ἀντεκεκρούκει, ἦτο ἐμπόδιον εἰς αὐτούς, ἀντενήργει κατ’ αὐτῶν, Θουκ. 6. 46· ἀντ. ταῖς συμβουλίαις Πλουτ. Ἀγησ. 7· ἀντ. [[πρός]] τι ὁ αὐτ. Κάτ. πρεσβ. 24: - ἀπόλ., ἀποδεικνύομαι [[κώλυμα]], [[παρέχω]] ἐμπόδιον, ἀντέκρουσέ τι καὶ γέγον’ [[οἷον]] οὐκ ἔδει Δημ. 294. 20· ἐὰν ἀντικρούσῃ τις Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 9· ἀντέκρουον αἱ γυναῖκες [[Πολυδ]]. Β΄, 9, 11. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.</i> ἀντέκρουσα;<br />être un obstacle pour, dat. <i>ou</i> [[πρός]] et l’acc. : αὐτοῖς [[τοῦτο]] ἀντεκεκρούκει THC cela se trouvait avoir été pour eux une déception.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[κρούω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:35, 9 August 2017
English (LSJ)
A strike or clash against, come into collision, 1 in a physical sense, ὀλίγα . . τὰ ἀντικρούοντα αὐτοῖς Arist. Cael.313b2: abs., Id.PA642a36, al., cf. Pl. Lg. 857c; ἀσπὶς ἀσπίδι Lib.Decl.37.8. 2 in a general sense, αὐτοῖς . . τοῦτο ἀντεκεκρούκει had been a hindrance to them, had counteracted them, Th.6.46; ἀ. τοῖς λογισμοῖς J.AJ2.4.3; ἀ. ταῖς συμβουλίαις Plu.Ages.7; ἀ πρός τι Id.Cat.Ma.24: abs., prove a hindrance, offer resistance, ἀντέκρουσέ τι καὶ γέγον' οἷον οὐκ ἔδει D.18.198; ἐαν ἀντικρούσῃ τις Arist. Rh.1379a12; ἀντέκρουον αἱ γυναῖκες Pol.1270a7.
German (Pape)
[Seite 253] (s. κρούω), 1) zurückstoßen, Plat. Legg. IX, 857 b; Arist. pol. 2, 6, 8. – 2) intrans., entgegen sein, πρός τι, διὰ τὸν ἀντικρούσαντα πρὸς τὴν δόξαν αὐτοῦ φθόνον Plut. Cat. mai. 24; ἀντεκεκρούκει αὐτοῖς, es war ihnen mißglückt Thuc. 6, 46; ἀντέκρουσέ τε καὶ γέγονεν οἱον οὐκ ἔδει Dem. 18, 198.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντικρούω: μέλλ. -σω, κρούω ἐπί τινος, συγκρούομαι. 1) ἐπὶ φυσικῆς ἐννοίας, ὀλίγα... τὰ ἀντικρούοντα αὐτοῖς Ἀριστ. π. Οὐρ. 4. 6, 2· ἀπολ., ὁ αὐτ. περὶ Ζ. Μορ. 1. 1, 45, καὶ ἀλλαχοῦ, ἀντ. Πλάτ. Νόμ. 857Β· ἀσπὶς ἀσπίδι Λιβάν. 4. 542 2) κατὰ γενικὴν ἔννοιαν, αὐτοῖς τοῦτο... ἀντεκεκρούκει, ἦτο ἐμπόδιον εἰς αὐτούς, ἀντενήργει κατ’ αὐτῶν, Θουκ. 6. 46· ἀντ. ταῖς συμβουλίαις Πλουτ. Ἀγησ. 7· ἀντ. πρός τι ὁ αὐτ. Κάτ. πρεσβ. 24: - ἀπόλ., ἀποδεικνύομαι κώλυμα, παρέχω ἐμπόδιον, ἀντέκρουσέ τι καὶ γέγον’ οἷον οὐκ ἔδει Δημ. 294. 20· ἐὰν ἀντικρούσῃ τις Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 9· ἀντέκρουον αἱ γυναῖκες Πολυδ. Β΄, 9, 11.
French (Bailly abrégé)
ao. ἀντέκρουσα;
être un obstacle pour, dat. ou πρός et l’acc. : αὐτοῖς τοῦτο ἀντεκεκρούκει THC cela se trouvait avoir été pour eux une déception.
Étymologie: ἀντί, κρούω.