ἀντικάθημαι: Difference between revisions

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
(6_12)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντικάθημαι''': Ἰων. ἀντικάτ-, [[κυρίως]], πρκμ. τοῦ [[ἀντικαθίζομαι]], ἀλλ’ ἐν χρήσει ἐπὶ ἐνεστ., [[κάθημαι]], εἶμαι τοποθετημένος ἀπέναντί τινος, τινὶ Ἀρχύτ. παρὰ Στοβ. 269. 11. 2) κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ στρατῶν καὶ στόλων καθημένων [[ἀπέναντι]] [[ἀλλήλων]] καὶ ἐπιτηρούντων ἀλλήλους, ἡμέραι δέ σφι ἀντικατημένοισι ἤδη ἐγεγόνεσαν ὀκτὼ Ἡρόδ. 9. 39, πρβλ. 41, Θουκ. 5. 6, Ξεν., κλ.: μεταφ. [[λόγος]] ἀντ. τινὶ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 145.
|lstext='''ἀντικάθημαι''': Ἰων. ἀντικάτ-, [[κυρίως]], πρκμ. τοῦ [[ἀντικαθίζομαι]], ἀλλ’ ἐν χρήσει ἐπὶ ἐνεστ., [[κάθημαι]], εἶμαι τοποθετημένος ἀπέναντί τινος, τινὶ Ἀρχύτ. παρὰ Στοβ. 269. 11. 2) κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ στρατῶν καὶ στόλων καθημένων [[ἀπέναντι]] [[ἀλλήλων]] καὶ ἐπιτηρούντων ἀλλήλους, ἡμέραι δέ σφι ἀντικατημένοισι ἤδη ἐγεγόνεσαν ὀκτὼ Ἡρόδ. 9. 39, πρβλ. 41, Θουκ. 5. 6, Ξεν., κλ.: μεταφ. [[λόγος]] ἀντ. τινὶ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 145.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἀντεκαθήμην;<br />camper en face.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[κάθημαι]].
}}
}}

Revision as of 19:36, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντικάθημαι Medium diacritics: ἀντικάθημαι Low diacritics: αντικάθημαι Capitals: ΑΝΤΙΚΑΘΗΜΑΙ
Transliteration A: antikáthēmai Transliteration B: antikathēmai Transliteration C: antikathimai Beta Code: a)ntika/qhmai

English (LSJ)

Ion. ἀντικάτ-, properly pf. of ἀντικαθίζομαι, butused as pres.:—

   A to be set over against, τινί Archyt. ap. Stob.4.1.138.    2 mostly of armies or fleets, lie over against, so as to watch each other, ἡμέραι σφι ἀντικατημένοισι ἐγεγόνεσαν ὀκτώ Hdt.9.39, cf. 41, Th.5.6, X.Eq.Mag.8.12, etc.: metaph., λόγος ἀ. τινι S.E.M.1.145.

German (Pape)

[Seite 252] = ἀντικαθέζομαι, Her. 9, 33. 44; ἀντικάθωνται Xen. Hipparch. 8, 20; ἀντεκάθητο ἐπὶ τῷ Κερδυλίῳ Thuc. 5, 6; ἀλλήλοις μετὰ στρατοπέδων Pol. 3, 49.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντικάθημαι: Ἰων. ἀντικάτ-, κυρίως, πρκμ. τοῦ ἀντικαθίζομαι, ἀλλ’ ἐν χρήσει ἐπὶ ἐνεστ., κάθημαι, εἶμαι τοποθετημένος ἀπέναντί τινος, τινὶ Ἀρχύτ. παρὰ Στοβ. 269. 11. 2) κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ στρατῶν καὶ στόλων καθημένων ἀπέναντι ἀλλήλων καὶ ἐπιτηρούντων ἀλλήλους, ἡμέραι δέ σφι ἀντικατημένοισι ἤδη ἐγεγόνεσαν ὀκτὼ Ἡρόδ. 9. 39, πρβλ. 41, Θουκ. 5. 6, Ξεν., κλ.: μεταφ. λόγος ἀντ. τινὶ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 145.

French (Bailly abrégé)

impf. ἀντεκαθήμην;
camper en face.
Étymologie: ἀντί, κάθημαι.