κνεφαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Κύριος εἶπεν πρὸς μέ Υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε → the Lord said to me, My son you are; today I have begotten you

Source
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κνεφαῖος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1350· ([[κνέφας]])· ― [[σκοτεινός]], [[ἀμαυρός]], Ταρτάρου βάθη Αἰσχύλ. Πρ. 1029, πρβλ. Εὐρ. Ἄλκ. 593. 2) ἐν τῷ σκότει, [[κνεφαῖος]] ἐλθών, ἐλθὼν ἐν τῷ σκότει, δηλ. κατὰ τὴν νύκτα, Ἱππῶν. 37· ἀλλ᾿ [[ὡσαύτως]], ἐνωρὶς τὸ πρωΐ, κν. ἀνεφάνη Ἀριστοφ. Σφῆκ. 124, πρβλ. Βατρ. ἔνθ᾿ ἀνωτ., Λυσ. 327, κτλ. Ἐπίρρ. -ως, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 327, πρβλ. [[κνέφας]], [[σκοταῖος]], καὶ [[ὡσαύτως]] [[δνόφος]].
|lstext='''κνεφαῖος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1350· ([[κνέφας]])· ― [[σκοτεινός]], [[ἀμαυρός]], Ταρτάρου βάθη Αἰσχύλ. Πρ. 1029, πρβλ. Εὐρ. Ἄλκ. 593. 2) ἐν τῷ σκότει, [[κνεφαῖος]] ἐλθών, ἐλθὼν ἐν τῷ σκότει, δηλ. κατὰ τὴν νύκτα, Ἱππῶν. 37· ἀλλ᾿ [[ὡσαύτως]], ἐνωρὶς τὸ πρωΐ, κν. ἀνεφάνη Ἀριστοφ. Σφῆκ. 124, πρβλ. Βατρ. ἔνθ᾿ ἀνωτ., Λυσ. 327, κτλ. Ἐπίρρ. -ως, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 327, πρβλ. [[κνέφας]], [[σκοταῖος]], καὶ [[ὡσαύτως]] [[δνόφος]].
}}
{{bailly
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> obscur, sombre;<br /><b>2</b> qui agit dans l’obscurité.<br />'''Étymologie:''' [[κνέφας]].
}}
}}

Revision as of 19:36, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνεφαῖος Medium diacritics: κνεφαῖος Low diacritics: κνεφαίος Capitals: ΚΝΕΦΑΙΟΣ
Transliteration A: knephaîos Transliteration B: knephaios Transliteration C: knefaios Beta Code: knefai=os

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον Ar.Ra.1350 (lyr.):—

   A dark, Ταρτάρου βάθη A.Pr.1029, cf. E.Alc.593 (lyr.).    2 in the dark, κ. ἐλθών having come in the dark, i.e. at nightfall, Hippon.63; also, early in the morning, ἀνεφάνη κ. Ar.V.124, cf. Ra. l.c., Lys.327 (lyr.), etc.

German (Pape)

[Seite 1459] dunkel, finster; κνεφαῖά τ' ἀμφὶ Ταρτάρου βάθη Aesch. Prom 1031; Ἀελίου κνεφαίαν ἱππόστασιν Eur. Alc. 595; κνεφαῖος ἀνεφάνη, in der Dämmerung kam er, Ar. Vesp. 124, vgl. Lys. 327; auch 2 Endgn, Ran. 1349. – Adv., Schol. Ar. Lys. 327.

Greek (Liddell-Scott)

κνεφαῖος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1350· (κνέφας)· ― σκοτεινός, ἀμαυρός, Ταρτάρου βάθη Αἰσχύλ. Πρ. 1029, πρβλ. Εὐρ. Ἄλκ. 593. 2) ἐν τῷ σκότει, κνεφαῖος ἐλθών, ἐλθὼν ἐν τῷ σκότει, δηλ. κατὰ τὴν νύκτα, Ἱππῶν. 37· ἀλλ᾿ ὡσαύτως, ἐνωρὶς τὸ πρωΐ, κν. ἀνεφάνη Ἀριστοφ. Σφῆκ. 124, πρβλ. Βατρ. ἔνθ᾿ ἀνωτ., Λυσ. 327, κτλ. Ἐπίρρ. -ως, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 327, πρβλ. κνέφας, σκοταῖος, καὶ ὡσαύτως δνόφος.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
1 obscur, sombre;
2 qui agit dans l’obscurité.
Étymologie: κνέφας.