ἐλάτινος: Difference between revisions

From LSJ

Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip

Source
(6_4)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐλάτινος''': ᾰ, η, ον, [[ὡσαύτως]], ος, ον, Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι» 1. 17˙ Ἐπ. [[εἰλάτινος]], -η, -ον, ὡς καὶ παρ’ Εὐρ. ἐν Ἑλ. 1461, Ἑκ. 632 (ἐν λυρικοῖς χωρίοις)˙ τῆς [[ἐλάτης]] ἢ ἐξ [[ἐλάτης]], Λατ. abiegnus, ὄζοι εἰλ. Ἰλ. Ξ. 289, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 1070˙ ὕλη εἰλ. ὁ αὐτ. Ἑκ. 632. - ἐκ ξύλου [[ἐλάτης]], ἱστὸν δ’ εἰλάτινον Ὀδ. Β. 424˙ πλάται Εὐρ. Ἑλ. 1461, πρβλ. Ἀναξίλαν ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. ἐκ τοῦ περικαλύμματος τοῦ καρποῦ τῶν φοινίκων ἔτι ἀνθούντων, [[σκευασία]] Διοσκ. 1. 54˙ πρβλ. [[ἐλάτη]] ΙΙΙ.
|lstext='''ἐλάτινος''': ᾰ, η, ον, [[ὡσαύτως]], ος, ον, Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι» 1. 17˙ Ἐπ. [[εἰλάτινος]], -η, -ον, ὡς καὶ παρ’ Εὐρ. ἐν Ἑλ. 1461, Ἑκ. 632 (ἐν λυρικοῖς χωρίοις)˙ τῆς [[ἐλάτης]] ἢ ἐξ [[ἐλάτης]], Λατ. abiegnus, ὄζοι εἰλ. Ἰλ. Ξ. 289, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 1070˙ ὕλη εἰλ. ὁ αὐτ. Ἑκ. 632. - ἐκ ξύλου [[ἐλάτης]], ἱστὸν δ’ εἰλάτινον Ὀδ. Β. 424˙ πλάται Εὐρ. Ἑλ. 1461, πρβλ. Ἀναξίλαν ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. ἐκ τοῦ περικαλύμματος τοῦ καρποῦ τῶν φοινίκων ἔτι ἀνθούντων, [[σκευασία]] Διοσκ. 1. 54˙ πρβλ. [[ἐλάτη]] ΙΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br /><b>1</b> de sapin;<br /><b>2</b> fait en bois de sapin.<br />'''Étymologie:''' [[ἐλάτη]].
}}
}}

Revision as of 19:36, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλάτινος Medium diacritics: ἐλάτινος Low diacritics: ελάτινος Capitals: ΕΛΑΤΙΝΟΣ
Transliteration A: elátinos Transliteration B: elatinos Transliteration C: elatinos Beta Code: e)la/tinos

English (LSJ)

[ᾰ], η, ον, also ος, ον Anaxil.22.17: Ep. εἰλάτινος, η, ον, as also E.Hel.1461 (lyr.), Hec.632 (lyr.):—

   A of the fir, ὄζοι εἰ. Il.14.289, cf. E.Ba.1070; ὕλα εἰ. Id.Hec.632; [ῥητίνη] Thphr.HP9.2.2; ξύλα SIG135.11 (Olynthus, iv B.C.).    2 made of fir or pine-wood, ἱστὸς εἰ. Od.2.424; πλάται E.Hel.1461, cf. Anaxil.l.c.    II of the date inflorescence, ἔλαιον Dsc.1.44.

German (Pape)

[Seite 790] auch 2 Endgn, πλάτη Anaxil. bei Ath. XIII, 558 c, poet. εἰλάτινος, von der Tanne, ὄζοι, φύλλα, Eur. Bacch. 1070 Cycl. 386. – Vom jungen Palmentriebe, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλάτινος: ᾰ, η, ον, ὡσαύτως, ος, ον, Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι» 1. 17˙ Ἐπ. εἰλάτινος, -η, -ον, ὡς καὶ παρ’ Εὐρ. ἐν Ἑλ. 1461, Ἑκ. 632 (ἐν λυρικοῖς χωρίοις)˙ τῆς ἐλάτης ἢ ἐξ ἐλάτης, Λατ. abiegnus, ὄζοι εἰλ. Ἰλ. Ξ. 289, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 1070˙ ὕλη εἰλ. ὁ αὐτ. Ἑκ. 632. - ἐκ ξύλου ἐλάτης, ἱστὸν δ’ εἰλάτινον Ὀδ. Β. 424˙ πλάται Εὐρ. Ἑλ. 1461, πρβλ. Ἀναξίλαν ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. ἐκ τοῦ περικαλύμματος τοῦ καρποῦ τῶν φοινίκων ἔτι ἀνθούντων, σκευασία Διοσκ. 1. 54˙ πρβλ. ἐλάτη ΙΙΙ.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
1 de sapin;
2 fait en bois de sapin.
Étymologie: ἐλάτη.