σχηματισμός: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσι τοῖς ἐσχάτοις ζημιοῦσθαι → be punished by all the most extreme penalties

Source
(6_15)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σχημᾰτισμός''': ὁ, τὸ λαμβάνειν σχῆμά τι ἢ μορφήν, ὅλον τὸν τοῦ σώματος σχ. Πλάτ. Πολ. 425Β. πρβλ. Πλουτ. Δημοσθ. 10, Νουμ. 8, Δίωνα 13· σχηματισμοὶ προσώπου, αἱ ποικίλαι ἐκφράσεις [[αὐτοῦ]], Διον. Ἁλ. π. Δημ. 54· τοῦ τε προσώπου καὶ τῶν χειρῶν Πλούτ. 2. 1017Α. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[τρόπος]] προσπεποιημένος, σχηματισμοῦ καὶ φρονήματος κενοῦ... ἐμπιπλάμενος Πλάτ. Πολ. 494D· ― [[καθόλου]], [[μίμησις]] ἐκείνου [[ὅπερ]] δὲ ἔχει τις, [[προσποίησις]], [[ὑπόκρισις]], Πλουτ. Νικ. 3, Ἄρατ. 49, κλπ. ΙΙ. σχετικὴ [[θέσις]] ἢ ἄποψις, τῆς σελήνης Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 14, 17· τοῦ στόματος ὁ αὐτ. π. Ἀκουστ. 4· ἐπὶ γλώσσης ὁ ποιητικὸς σχ. Ἀθην. 490D.
|lstext='''σχημᾰτισμός''': ὁ, τὸ λαμβάνειν σχῆμά τι ἢ μορφήν, ὅλον τὸν τοῦ σώματος σχ. Πλάτ. Πολ. 425Β. πρβλ. Πλουτ. Δημοσθ. 10, Νουμ. 8, Δίωνα 13· σχηματισμοὶ προσώπου, αἱ ποικίλαι ἐκφράσεις [[αὐτοῦ]], Διον. Ἁλ. π. Δημ. 54· τοῦ τε προσώπου καὶ τῶν χειρῶν Πλούτ. 2. 1017Α. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[τρόπος]] προσπεποιημένος, σχηματισμοῦ καὶ φρονήματος κενοῦ... ἐμπιπλάμενος Πλάτ. Πολ. 494D· ― [[καθόλου]], [[μίμησις]] ἐκείνου [[ὅπερ]] δὲ ἔχει τις, [[προσποίησις]], [[ὑπόκρισις]], Πλουτ. Νικ. 3, Ἄρατ. 49, κλπ. ΙΙ. σχετικὴ [[θέσις]] ἢ ἄποψις, τῆς σελήνης Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 14, 17· τοῦ στόματος ὁ αὐτ. π. Ἀκουστ. 4· ἐπὶ γλώσσης ὁ ποιητικὸς σχ. Ἀθην. 490D.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>I.</b> action de façonner, de composer (son visage, <i>etc.</i>);<br /><b>II.</b> extérieur, air, forme, figure ; <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> air hautain, orgueil;<br /><b>2</b> appareil imposant, faste;<br /><b>3</b> feinte, dissimulation, apparence.<br />'''Étymologie:''' [[σχηματίζω]].
}}
}}

Revision as of 19:36, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχημᾰτισμός Medium diacritics: σχηματισμός Low diacritics: σχηματισμός Capitals: ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: schēmatismós Transliteration B: schēmatismos Transliteration C: schimatismos Beta Code: sxhmatismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A configuration, οἱ κατὰ μῆνα σ. [τῆς σελήνης] Arist.Cael.297b26, cf. Gem.9.11, Ptol.Tetr.1, Porph. ap. Eus.PE3.11; τοῦ στόματος Arist.Aud.800a23, cf. Phld.Mus.p.73 K.; τῆς φλογός Thphr.Ign.54.    2 bearing, attitude, ὅλον τὸν τοῦ σώματος σ. Pl.R.425b, cf. Zeno Stoic.1.58 (pl.), Hipparch.1.4.10, Plu.Dem.9, Num.8, Dio13; σχηματισμοὶ προσώπου expressions assumed by . ., D.H.Dem.54; τοῦ τε προσώπου καὶ τῶν χειρῶν Plu.2.1047a.    3 in bad sense, assumption of manner, σχηματισμοῦ καὶ φρονήματος κενοῦ . . ἐμπιπλάμενος Pl.R.494d: generally, assumption of what does not belong to one, pretence, Plu.Nic.3, Arat.49.    II σχῆμα, shape, even of something immutable, as an atom, Epicur.Ep.1p.15U. (pl.), al.    2 the atom itself, ὁ πυρὸς ἀποτελεστικὸς σ. ἐξολισθαίνων ἀστραπὴν γεννᾷ Id.Ep.2p.45, cf. p.46 U.    3 in Tactics, formation, Ascl.Tact.12.1 (pl.).    III in language, ὁ ποιητικὸς σ. the poetical formation (πελειάς = Πλειάς), Ath.11.490d; πληθυντικὸς σ. a plural form, Dam.Pr.337.    2 figure in a dance, Plot.4.4.33.

German (Pape)

[Seite 1055] ὁ, Gestalt, Haltung, Gebehrde; σώματος, Plat. Rep. IV, 425 b; προσώπου, D. Hal. de vi Dem. 54; das Annehmen einer Gestalt, Haltung, Prunken, καὶ φρόνημα κενόν, Plat. Rep. IV, 494 d; αὐλῆς, Plat. Dio 13; dah. auch Verstellung, Plut. Num. 8, oft, u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σχημᾰτισμός: ὁ, τὸ λαμβάνειν σχῆμά τι ἢ μορφήν, ὅλον τὸν τοῦ σώματος σχ. Πλάτ. Πολ. 425Β. πρβλ. Πλουτ. Δημοσθ. 10, Νουμ. 8, Δίωνα 13· σχηματισμοὶ προσώπου, αἱ ποικίλαι ἐκφράσεις αὐτοῦ, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 54· τοῦ τε προσώπου καὶ τῶν χειρῶν Πλούτ. 2. 1017Α. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, τρόπος προσπεποιημένος, σχηματισμοῦ καὶ φρονήματος κενοῦ... ἐμπιπλάμενος Πλάτ. Πολ. 494D· ― καθόλου, μίμησις ἐκείνου ὅπερ δὲ ἔχει τις, προσποίησις, ὑπόκρισις, Πλουτ. Νικ. 3, Ἄρατ. 49, κλπ. ΙΙ. σχετικὴ θέσις ἢ ἄποψις, τῆς σελήνης Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 14, 17· τοῦ στόματος ὁ αὐτ. π. Ἀκουστ. 4· ἐπὶ γλώσσης ὁ ποιητικὸς σχ. Ἀθην. 490D.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
I. action de façonner, de composer (son visage, etc.);
II. extérieur, air, forme, figure ; particul. :
1 air hautain, orgueil;
2 appareil imposant, faste;
3 feinte, dissimulation, apparence.
Étymologie: σχηματίζω.