μηδαμός: Difference between revisions
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
(6_10) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μηδᾰμός''': ἢ, ὅν, ἀντὶ [[μηδὲ]] ἁμός, [[μηδὲ]] εἷς, «κανείς», ὡς τὸ [[μηδείς]], ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ πληθ. μηδαμοί, καὶ μόνον παρ’ Ἴωσιν, ὡς Ἡρόδ. 1. 143, 144, κτλ.· πρβλ. [[οὐδαμός]]. | |lstext='''μηδᾰμός''': ἢ, ὅν, ἀντὶ [[μηδὲ]] ἁμός, [[μηδὲ]] εἷς, «κανείς», ὡς τὸ [[μηδείς]], ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ πληθ. μηδαμοί, καὶ μόνον παρ’ Ἴωσιν, ὡς Ἡρόδ. 1. 143, 144, κτλ.· πρβλ. [[οὐδαμός]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />aucun, nul.<br />'''Étymologie:''' [[μηδέ]], [[ἀμός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν, for μηδὲ ἁμός,
A not even one, i.e. not any one, no one, only in pl. μηδαμοί, none, Hdt.1.143, 144, 2.91, etc.: for neut. pl. v. μηδαμά.
German (Pape)
[Seite 169] ή, όν, statt μηδὲ ἀμός, ouch nicht Einer, Her., nur im plur., 1, 143. 2, 91. 4, 1368vgl. oben μηδαμῆ).
Greek (Liddell-Scott)
μηδᾰμός: ἢ, ὅν, ἀντὶ μηδὲ ἁμός, μηδὲ εἷς, «κανείς», ὡς τὸ μηδείς, ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ πληθ. μηδαμοί, καὶ μόνον παρ’ Ἴωσιν, ὡς Ἡρόδ. 1. 143, 144, κτλ.· πρβλ. οὐδαμός.