κυψελίς: Difference between revisions

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κυψελίς''': -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ [[κυψέλη]], ἴδε ἐν λέξ. [[κύψελος]]. ΙΙ. ἡ ἐντὸς τῶν ὤτων κιτρίνη ὕλη, Λουκ. Λεξιφ. 1, Λιβάν. 4. 144· ― οὕτω κυψελίτης, [[ῥύπος]], ὁ, Ἐτυμολ. Μέγ.· ― κυψελόβυστος, ον, (κύω) πεφραγμένος διὰ κυψέλης, ὦτα Λουκ. Λεξιφ. 1.
|lstext='''κυψελίς''': -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ [[κυψέλη]], ἴδε ἐν λέξ. [[κύψελος]]. ΙΙ. ἡ ἐντὸς τῶν ὤτων κιτρίνη ὕλη, Λουκ. Λεξιφ. 1, Λιβάν. 4. 144· ― οὕτω κυψελίτης, [[ῥύπος]], ὁ, Ἐτυμολ. Μέγ.· ― κυψελόβυστος, ον, (κύω) πεφραγμένος διὰ κυψέλης, ὦτα Λουκ. Λεξιφ. 1.
}}
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br />ordure dans les oreilles.<br />'''Étymologie:''' [[κυψέλη]].
}}
}}

Revision as of 19:37, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυψελίς Medium diacritics: κυψελίς Low diacritics: κυψελίς Capitals: ΚΥΨΕΛΙΣ
Transliteration A: kypselís Transliteration B: kypselis Transliteration C: kypselis Beta Code: kuyeli/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, = foreg., of swallows' or sand-martins' nests, ib.618a34.    II wax in the ears, Ruf.Onom.223, Aret.SD1.15, Luc.Lex.1, Lib.Decl. 26.35:—also κυψελ-ίτης ῥύπος, ὁ, EM549.24.

German (Pape)

[Seite 1539] ίδος, ἡ, dim. zu κυψέλη, kleines Behältniß, Höhle, Arist. H. A. 9, 30. – Auch das Ohrenschmalz, Luc. Lexiph. 1; VLL.

Greek (Liddell-Scott)

κυψελίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ κυψέλη, ἴδε ἐν λέξ. κύψελος. ΙΙ. ἡ ἐντὸς τῶν ὤτων κιτρίνη ὕλη, Λουκ. Λεξιφ. 1, Λιβάν. 4. 144· ― οὕτω κυψελίτης, ῥύπος, ὁ, Ἐτυμολ. Μέγ.· ― κυψελόβυστος, ον, (κύω) πεφραγμένος διὰ κυψέλης, ὦτα Λουκ. Λεξιφ. 1.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
ordure dans les oreilles.
Étymologie: κυψέλη.