ἥδυσμα: Difference between revisions

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
(6_21)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἥδυσμα''': τό, ([[ἡδύνω]]) ἐν τῇ μαγειρικῇ, τὸ παρέχον ἡδύτητα, τὸ ποιοῦν τὸ φαγητὸν νόστιμον, «σάλτσα», Ἀριστοφ. Ἱππ. 678. Σφηξ. 496, Πλάτ. Πολιτ. 332D, Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 5, κτλ.· ἐπὶ ὄξους, Ἀθήν. 67C· ἐπὶ μυρωδικῶν, Πλούτ. 2. 995C· ― μεταφ., οὐ... ἡδύσματι, ἀλλ’ ὡς ἐδέσματι χρῆσθαι τοῖς ἐπιθέτοις Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 3· ἡ μελοποιΐα μέγιστον τῶν ἡδ. ὁ αὐτ. Ποιητ. 6, 27· παιδιὰ τοῦ πόνου [[ἥδυσμα]] Πλούτ. Λυκ. 25· πρβλ. [[ἡδύνω]] ΙΙ. 1· ― ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]], μυρωδικόν, εὐῶδες [[ἔλαιον]], Ἱππ. 670. 37.
|lstext='''ἥδυσμα''': τό, ([[ἡδύνω]]) ἐν τῇ μαγειρικῇ, τὸ παρέχον ἡδύτητα, τὸ ποιοῦν τὸ φαγητὸν νόστιμον, «σάλτσα», Ἀριστοφ. Ἱππ. 678. Σφηξ. 496, Πλάτ. Πολιτ. 332D, Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 5, κτλ.· ἐπὶ ὄξους, Ἀθήν. 67C· ἐπὶ μυρωδικῶν, Πλούτ. 2. 995C· ― μεταφ., οὐ... ἡδύσματι, ἀλλ’ ὡς ἐδέσματι χρῆσθαι τοῖς ἐπιθέτοις Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 3· ἡ μελοποιΐα μέγιστον τῶν ἡδ. ὁ αὐτ. Ποιητ. 6, 27· παιδιὰ τοῦ πόνου [[ἥδυσμα]] Πλούτ. Λυκ. 25· πρβλ. [[ἡδύνω]] ΙΙ. 1· ― ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]], μυρωδικόν, εὐῶδες [[ἔλαιον]], Ἱππ. 670. 37.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> assaisonnement;<br /><b>2</b> τὰ ἡδύσματα essences, parfums.<br />'''Étymologie:''' [[ἡδύνω]].
}}
}}

Revision as of 19:37, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἥδυσμα Medium diacritics: ἥδυσμα Low diacritics: ήδυσμα Capitals: ΗΔΥΣΜΑ
Transliteration A: hḗdysma Transliteration B: hēdysma Transliteration C: idysma Beta Code: h(/dusma

English (LSJ)

ατος, τό, (ἡδύνω)

   A relish, seasoning, sauce, Ar.Eq.678, V. 496, Pl.R.332d, X.Mem.3.14.5, Thphr.CP6.4.6, etc.; of vinegar, Ath.2.67c: metaph., οὐ . . ἡδύσματι χρῆται ἀλλ' ὡς ἐδέσματι τοῖς ἐπιθέτοις Arist.Rh.1406a19; ἡ μελοποιΐα μέγιστον τῶν ἡ. Id.Po.1450b16, cf. Jul.Or.7.207b: in pl., spices, aromatics, Hp.Mul.2.202, Dsc.1.61, Plu.2.995c.

German (Pape)

[Seite 1154] τό, Alles was dazu dient, eine Speise oder ein Getränk schmackhaft zu machen, Würze, Gewürz, so γήτειον Ar. Vesp. 496 Equ. 676 als Würze der Sardellen; τέχνη μαγειρικὴ τοῖς ὄψοις ἀποδίδωσι τὰ ἡδύσματα Plat. Rep. I, 332 d; Xen. Mem. 3, 14, 5; vom Pfeffer u. Essig, Ath. II, 67 c. Auch von Wohlgerüchen, Hippocr.; Specereien, Plut. de esu carn. 1, 5; oft übertr., παιδιὰ τοῦ πόνου ἥδυσμα Lyc. 25; Reiz, Arist. poet. 5, 5 u. Sp. oft.

Greek (Liddell-Scott)

ἥδυσμα: τό, (ἡδύνω) ἐν τῇ μαγειρικῇ, τὸ παρέχον ἡδύτητα, τὸ ποιοῦν τὸ φαγητὸν νόστιμον, «σάλτσα», Ἀριστοφ. Ἱππ. 678. Σφηξ. 496, Πλάτ. Πολιτ. 332D, Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 5, κτλ.· ἐπὶ ὄξους, Ἀθήν. 67C· ἐπὶ μυρωδικῶν, Πλούτ. 2. 995C· ― μεταφ., οὐ... ἡδύσματι, ἀλλ’ ὡς ἐδέσματι χρῆσθαι τοῖς ἐπιθέτοις Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 3· ἡ μελοποιΐα μέγιστον τῶν ἡδ. ὁ αὐτ. Ποιητ. 6, 27· παιδιὰ τοῦ πόνου ἥδυσμα Πλούτ. Λυκ. 25· πρβλ. ἡδύνω ΙΙ. 1· ― ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως, μυρωδικόν, εὐῶδες ἔλαιον, Ἱππ. 670. 37.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 assaisonnement;
2 τὰ ἡδύσματα essences, parfums.
Étymologie: ἡδύνω.