ἀπαρκέω: Difference between revisions
εἰπὼν ἃ θέλεις, ἀντάκουε ἃ μὴ θέλεις → if you say what you want, hear in response what you don't want
(6_13b) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπαρκέω''': μέλλ. -έσω, ἀρκῶ, εἶμαι [[ἀρκετός]], κοὐκ ἀπήρκεσαν οὓς [[πρόσθε]] Μαραθὼν ἀπώλεσεν Αἰσχύλ. Πέρσ. 474, ταῦτ’ ἂν ἀπαρκοῖ Σοφ. Ο. Κ. 1769, Εὐρ. Ἀποσπ. 784, τινὶ Διον. Ἁλ. 11. 1· [[πρός]] τι Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 185· οὐκ ἀπήρκει, δὲν ἦτο ἀρκετόν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 395. ΙΙ. εἶμαι εὐχαριστημένος, συναινῶ, συγκατατίθεμαι, ὥστ’ ἀπαρκεῖν Αἰσχύλ. Ἀγ. 379· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., οὐδ’ οἵ γ’ ἀπηρκέσθησαν ἀντ’ ἴσων ἴσα λαβόντες Λυκόφρ. 1302· ἀντὶ τοῦ [[ἐπαρκέω]], ἐλθεῖν ἐδεῖτο καὶ ζάλην ἀπαρκέσαι Ἰω. Δαμασκ. τ. 1. σ. 674D. | |lstext='''ἀπαρκέω''': μέλλ. -έσω, ἀρκῶ, εἶμαι [[ἀρκετός]], κοὐκ ἀπήρκεσαν οὓς [[πρόσθε]] Μαραθὼν ἀπώλεσεν Αἰσχύλ. Πέρσ. 474, ταῦτ’ ἂν ἀπαρκοῖ Σοφ. Ο. Κ. 1769, Εὐρ. Ἀποσπ. 784, τινὶ Διον. Ἁλ. 11. 1· [[πρός]] τι Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 185· οὐκ ἀπήρκει, δὲν ἦτο ἀρκετόν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 395. ΙΙ. εἶμαι εὐχαριστημένος, συναινῶ, συγκατατίθεμαι, ὥστ’ ἀπαρκεῖν Αἰσχύλ. Ἀγ. 379· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., οὐδ’ οἵ γ’ ἀπηρκέσθησαν ἀντ’ ἴσων ἴσα λαβόντες Λυκόφρ. 1302· ἀντὶ τοῦ [[ἐπαρκέω]], ἐλθεῖν ἐδεῖτο καὶ ζάλην ἀπαρκέσαι Ἰω. Δαμασκ. τ. 1. σ. 674D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ἀπαρκέσω, <i>ao.</i> [[ἀπήρκεσα]], <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> suffire;<br /><b>2</b> se contenter de.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἀρκέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:38, 9 August 2017
English (LSJ)
A suffice, be sufficient, Sol.5 (ap.Arist.Ath.12.1), A.Pers. 474, S.OC1769(lyr.), E.Fr.892; πρός τι S.E.P.1.185: abs., οὐκ ἀπήρκει it was not enough, Ar.Fr.457, cf. D.H.11.1. II to be contented, acquiesce, ὥστ' ἀπαρκεῖν A.Ag.379 (lyr.):—Pass., Cerc.18 ii 13, Lyc. 1302.
German (Pape)
[Seite 280] (s. ἀρκέω), 1) hinreichen, Aesch. Pers. 466; Soph. O. C. 1766; οὐκ ἀπήρκει, = οὐκ ἀπέχρη, Ar. bei Moeris. – 2) sich begnügen, Aesch. Ag. 369; Lycophr. 1302 braucht so ἀπηρκέσθησαν.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαρκέω: μέλλ. -έσω, ἀρκῶ, εἶμαι ἀρκετός, κοὐκ ἀπήρκεσαν οὓς πρόσθε Μαραθὼν ἀπώλεσεν Αἰσχύλ. Πέρσ. 474, ταῦτ’ ἂν ἀπαρκοῖ Σοφ. Ο. Κ. 1769, Εὐρ. Ἀποσπ. 784, τινὶ Διον. Ἁλ. 11. 1· πρός τι Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 185· οὐκ ἀπήρκει, δὲν ἦτο ἀρκετόν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 395. ΙΙ. εἶμαι εὐχαριστημένος, συναινῶ, συγκατατίθεμαι, ὥστ’ ἀπαρκεῖν Αἰσχύλ. Ἀγ. 379· οὕτως ἐν τῷ παθ., οὐδ’ οἵ γ’ ἀπηρκέσθησαν ἀντ’ ἴσων ἴσα λαβόντες Λυκόφρ. 1302· ἀντὶ τοῦ ἐπαρκέω, ἐλθεῖν ἐδεῖτο καὶ ζάλην ἀπαρκέσαι Ἰω. Δαμασκ. τ. 1. σ. 674D.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. ἀπαρκέσω, ao. ἀπήρκεσα, pf. inus.
1 suffire;
2 se contenter de.
Étymologie: ἀπό, ἀρκέω.