ὑποκνίζω: Difference between revisions
(6_6) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποκνίζω''': ἐξ ἐπιπολῆς ξύω, [[γαργαλίζω]] ἢ [[ἐξάπτω]], [[ἐρεθίζω]] ὀλίγον, [[ἔρως]] ὑπ. φρένας Πινδ. Π. 10. 94 (60). - Παθ., εἶμαι ὀλίγον τι ἠρεθισμένος, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 3 πρβλ. ὑποκεκνισμένος, Πλουτ. Σύλλ. 35. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «ὑποκνισθέντες, λυπηθέντες, παροξυνθέντες». | |lstext='''ὑποκνίζω''': ἐξ ἐπιπολῆς ξύω, [[γαργαλίζω]] ἢ [[ἐξάπτω]], [[ἐρεθίζω]] ὀλίγον, [[ἔρως]] ὑπ. φρένας Πινδ. Π. 10. 94 (60). - Παθ., εἶμαι ὀλίγον τι ἠρεθισμένος, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 3 πρβλ. ὑποκεκνισμένος, Πλουτ. Σύλλ. 35. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «ὑποκνισθέντες, λυπηθέντες, παροξυνθέντες». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>part. pf. Pass.</i> ὑποκεκνισμένος;<br />aiguillonner <i>ou</i> exciter peu à peu les désirs.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[κνίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:38, 9 August 2017
English (LSJ)
A tickle or excite a little, ἀκκισμὸς ὑ. τὰς ὁρμάς Ph.2.127, cf. Aristaenet.2.1,10; τοὺς ἀκούοντας Chor.p.125 B., cf. Id.30.2 p.342 F.-R.:—Pass., to be somewhat excited, X.Mem.3.11.3; ὑποκεκνισμένος 'smitten', Plu.Sull.35.
German (Pape)
[Seite 1220] ein wenig ritzen, kratzen; übertr., ein wenig, heimlich Neid, Aerger, Eifersucht u. vgl. verursachen, übh. in leidenschaftliche Bewegung setzen, ἔρως ὑπέκνισε φρένας Pind. P. 10, 60; – u. pass. einen heimlichen Reiz empfinden; Xen. Mem. 3, 11, 3; Luc. Calumn. 27.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκνίζω: ἐξ ἐπιπολῆς ξύω, γαργαλίζω ἢ ἐξάπτω, ἐρεθίζω ὀλίγον, ἔρως ὑπ. φρένας Πινδ. Π. 10. 94 (60). - Παθ., εἶμαι ὀλίγον τι ἠρεθισμένος, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 3 πρβλ. ὑποκεκνισμένος, Πλουτ. Σύλλ. 35. - Κατὰ Σουΐδ.: «ὑποκνισθέντες, λυπηθέντες, παροξυνθέντες».
French (Bailly abrégé)
part. pf. Pass. ὑποκεκνισμένος;
aiguillonner ou exciter peu à peu les désirs.
Étymologie: ὑπό, κνίζω.