ἐπεμπίπτω: Difference between revisions
μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
(6_13a) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπεμπίπτω''': μέλλ. -πεσοῦμαι, [[ἐπιπίπτω]] κατά τινος, [[προσβάλλω]] αὐτὸν μανιωδῶς, ἐπεμπίπτει τοῖς ἐχθροῖς Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 8, 4· τί [[δῆτα]] ποίμναις τήνδ’ ἐπεμπίπτει βάσιν; [[τότε]] λοιπόν διὰ τὶ ἔκαμε ταύτην τὴν ἐπίθεσιν κατὰ τῶν ποιμνίων; Σοφ. Αἴ. 42. 2) συντόνως [[πράττω]] τι, [[μετὰ]] σπουδῆς καταγίνομαι εἰς αὐτό, Λατ. incumbere, [[οὔκουν]] [[ἕλκω]] κἀξαρτῶμαι κἀπεμπίπτω καὶ [[σπουδάζω]]; Ἀριστοφ. Εἰρ. 471. | |lstext='''ἐπεμπίπτω''': μέλλ. -πεσοῦμαι, [[ἐπιπίπτω]] κατά τινος, [[προσβάλλω]] αὐτὸν μανιωδῶς, ἐπεμπίπτει τοῖς ἐχθροῖς Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 8, 4· τί [[δῆτα]] ποίμναις τήνδ’ ἐπεμπίπτει βάσιν; [[τότε]] λοιπόν διὰ τὶ ἔκαμε ταύτην τὴν ἐπίθεσιν κατὰ τῶν ποιμνίων; Σοφ. Αἴ. 42. 2) συντόνως [[πράττω]] τι, [[μετὰ]] σπουδῆς καταγίνομαι εἰς αὐτό, Λατ. incumbere, [[οὔκουν]] [[ἕλκω]] κἀξαρτῶμαι κἀπεμπίπτω καὶ [[σπουδάζω]]; Ἀριστοφ. Εἰρ. 471. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=tomber sur, se jeter sur, attaquer.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἐμπίπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:38, 9 August 2017
English (LSJ)
A fall upon, attack furiously, ἀλλήλοις Ph.2.109; ποίμναις ἐπεμπίπτειν βάσιν S.Aj. 42. 2 fall to, set to work, Ar.Pax471. 3 fit in, of cogs, v. l. in Heliod. ap. Orib.49.4.65.
German (Pape)
[Seite 915] (s. πίπτω), noch dazu hineinfallen; βάσιν τινι, hineinstürmen auf, Soph. Ai. 42; sich worauf legen, καὶ σπουδάζω Ar. Pax 463; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεμπίπτω: μέλλ. -πεσοῦμαι, ἐπιπίπτω κατά τινος, προσβάλλω αὐτὸν μανιωδῶς, ἐπεμπίπτει τοῖς ἐχθροῖς Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 8, 4· τί δῆτα ποίμναις τήνδ’ ἐπεμπίπτει βάσιν; τότε λοιπόν διὰ τὶ ἔκαμε ταύτην τὴν ἐπίθεσιν κατὰ τῶν ποιμνίων; Σοφ. Αἴ. 42. 2) συντόνως πράττω τι, μετὰ σπουδῆς καταγίνομαι εἰς αὐτό, Λατ. incumbere, οὔκουν ἕλκω κἀξαρτῶμαι κἀπεμπίπτω καὶ σπουδάζω; Ἀριστοφ. Εἰρ. 471.
French (Bailly abrégé)
tomber sur, se jeter sur, attaquer.
Étymologie: ἐπί, ἐμπίπτω.