συμμερίζω: Difference between revisions

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
(6_5)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμμερίζω''': διαμοιράζω, [[μερίζω]] εἰς μέρη, τισί τι Βυζ.· καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Διογ. Λ. 6. 77, Συλλ. Ἐπιγρ 3916. 11, κτλ. ― ἀλλὰ 2) ἐν τῷ μέσ. τύπῳ [[ὡσαύτως]], [[λαμβάνω]] [[μέρος]] μετά τινος, [[συμμετέχω]], ἑκατέραις ταῖς γνώμαις Διοδ. Ἐκλογ. 540. 96· τῷ θυσιαστηρίῳ Α΄, Ἐπιστ. πρ. Κορ. θ΄, 13. 3) Παθ., διατίθεμαι κατ’ ἀναλογίαν, διανέμομαι [[ἀναλόγως]], εἰς ἀπόλαυσιν τῶν καλῶν συνεμερίσθη αὐτῷ [[χρόνος]] Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 5.
|lstext='''συμμερίζω''': διαμοιράζω, [[μερίζω]] εἰς μέρη, τισί τι Βυζ.· καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Διογ. Λ. 6. 77, Συλλ. Ἐπιγρ 3916. 11, κτλ. ― ἀλλὰ 2) ἐν τῷ μέσ. τύπῳ [[ὡσαύτως]], [[λαμβάνω]] [[μέρος]] μετά τινος, [[συμμετέχω]], ἑκατέραις ταῖς γνώμαις Διοδ. Ἐκλογ. 540. 96· τῷ θυσιαστηρίῳ Α΄, Ἐπιστ. πρ. Κορ. θ΄, 13. 3) Παθ., διατίθεμαι κατ’ ἀναλογίαν, διανέμομαι [[ἀναλόγως]], εἰς ἀπόλαυσιν τῶν καλῶν συνεμερίσθη αὐτῷ [[χρόνος]] Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 5.
}}
{{bailly
|btext=donner une part proportionnelle, τινί [[τι]] de qch à qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> συμμερίζομαι;<br /><b>1</b> <i>m. sign.</i><br /><b>2</b> prendre sa part de, participer à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[μερίζω]].
}}
}}

Revision as of 19:38, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμερίζω Medium diacritics: συμμερίζω Low diacritics: συμμερίζω Capitals: ΣΥΜΜΕΡΙΖΩ
Transliteration A: symmerízō Transliteration B: symmerizō Transliteration C: symmerizo Beta Code: summeri/zw

English (LSJ)

   A distribute in shares, in Med., πολύπουν κυσί D.L.6.77; parcel out, Judeich Altertümer von Hierapolis 336.11:—Pass., τὸ πλῆθος ἦν ἑκατέροις -όμενον ταῖς γνώμαις D.S.37.2.12.    2 Med., take share in or with, κλέπτῃ v.l.in LXX Pr.29.24; τῷ θυσιαστηρίῳ 1 Ep.Cor.9.13: so in fut. Act. συμμεριοῦσι (v.l. -μετριοῦσι) Vett.Val.264.20.    3 Pass., to be divided together with, c. dat., Procl.Inst.190, Dam.Pr. 271.

German (Pape)

[Seite 981] mittheilen, pass. mit Einem Antheil bekommen, Antheil haben, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συμμερίζω: διαμοιράζω, μερίζω εἰς μέρη, τισί τι Βυζ.· καὶ οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Διογ. Λ. 6. 77, Συλλ. Ἐπιγρ 3916. 11, κτλ. ― ἀλλὰ 2) ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ὡσαύτως, λαμβάνω μέρος μετά τινος, συμμετέχω, ἑκατέραις ταῖς γνώμαις Διοδ. Ἐκλογ. 540. 96· τῷ θυσιαστηρίῳ Α΄, Ἐπιστ. πρ. Κορ. θ΄, 13. 3) Παθ., διατίθεμαι κατ’ ἀναλογίαν, διανέμομαι ἀναλόγως, εἰς ἀπόλαυσιν τῶν καλῶν συνεμερίσθη αὐτῷ χρόνος Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 5.

French (Bailly abrégé)

donner une part proportionnelle, τινί τι de qch à qqn;
Moy. συμμερίζομαι;
1 m. sign.
2 prendre sa part de, participer à, τινι.
Étymologie: σύν, μερίζω.