ἐπισκέπτομαι: Difference between revisions

From LSJ

αὐτὸς γὰρ εὗρε τοῦ κακοῦ τὴν πιτύαν → he asked for trouble

Source
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπισκέπτομαι''': ἐνεστ. ἐν χρήσει μόνον παρὰ μεταγ. συγγραφεῦσιν (ὡς παρὰ Ψευδο-Ἱππ., Μενάνδρῳ ἐν Ἀδήλ. 162), ἐξ οὗ παραλαμβάνονται οἱ λοιποὶ χρόνοι τοῦ ῥήματος [[ἐπισκοπέω]]· ἴδε [[σκέπτομαι]].
|lstext='''ἐπισκέπτομαι''': ἐνεστ. ἐν χρήσει μόνον παρὰ μεταγ. συγγραφεῦσιν (ὡς παρὰ Ψευδο-Ἱππ., Μενάνδρῳ ἐν Ἀδήλ. 162), ἐξ οὗ παραλαμβάνονται οἱ λοιποὶ χρόνοι τοῦ ῥήματος [[ἐπισκοπέω]]· ἴδε [[σκέπτομαι]].
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> aller examiner <i>ou</i> visiter (un malade, un ami, <i>etc.</i>) ; porter secours à, acc.;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> examiner, observer, porter son examen sur, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[σκέπτομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:39, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισκέπτομαι Medium diacritics: ἐπισκέπτομαι Low diacritics: επισκέπτομαι Capitals: ΕΠΙΣΚΕΠΤΟΜΑΙ
Transliteration A: episképtomai Transliteration B: episkeptomai Transliteration C: episkeptomai Beta Code: e)piske/ptomai

English (LSJ)

   A = ἐπισκοπέω, Hp.Prorrh.2.1, Men.710, S.E.M.5.89, Plu.2.129c, etc.    2. pass in review: hence, number a host, LXX 1 Ki.15.4.

German (Pape)

[Seite 978] (praes. selten, s. ἐπισκοπέω, häufig aber aor. u. fut.), ansehen, Soph. Ai. 841; Eur. Heracl. 829; überschauen, betrachten, untersuchen, ἔπεμπε τοὺς ἐπισκεψομένους καὶ ἀναμετρήσοντας ὅσῳ ἐλάσσωνχῶρος γέγονε Her. 2, 153; oft Plat., τόδε ἐπίσκεψαι, εἴ τι λέγω Phaed. 87 b; τοσόνδε περὶ τῶν εἰρημένων Theaet. 189 b, wie περὶ ἀρετῆς Prot. 348 d, darüber nachdenken, Untersuchungen anstellen, mit folgendem εἰ, Rep. VIII, 544 a; οἷον δυσμάς τε καὶ ἀνατολὰς ἐπεσκεμμένον Epinom. 990 a; ὁ ἐπισκεψάμενος ἑαυτὸν ὁποῖός ἐστι Xen. Mem. 1, 6, 4; ὑπέρ τινος, Pol. 3, 15, 2; τοὺς φίλους ἀσθενοῦντας, besuchen, Plut. de san. tu. p. 389; vom Arzt, Hdn. 4, 2, 7; N. T.; – ἐπέσκεπται im pass. Sinne, Arist.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισκέπτομαι: ἐνεστ. ἐν χρήσει μόνον παρὰ μεταγ. συγγραφεῦσιν (ὡς παρὰ Ψευδο-Ἱππ., Μενάνδρῳ ἐν Ἀδήλ. 162), ἐξ οὗ παραλαμβάνονται οἱ λοιποὶ χρόνοι τοῦ ῥήματος ἐπισκοπέω· ἴδε σκέπτομαι.

French (Bailly abrégé)

1 aller examiner ou visiter (un malade, un ami, etc.) ; porter secours à, acc.;
2 p. ext. examiner, observer, porter son examen sur, acc..
Étymologie: ἐπί, σκέπτομαι.