βουκολικός: Difference between revisions
From LSJ
(6_6) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βουκολικός''': Δωρ. βωκ-, ή, όν, [[ἀγροτικός]], εἰς βουκόλους ἀνήκων, Θεόκρ. 1. 64, 70, κτλ. | |lstext='''βουκολικός''': Δωρ. βωκ-, ή, όν, [[ἀγροτικός]], εἰς βουκόλους ἀνήκων, Θεόκρ. 1. 64, 70, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui concerne les bouviers <i>ou</i> les pâtres, bucolique, pastoral.<br />'''Étymologie:''' [[βουκόλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:39, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A rustic, pastoral, ἀοιδά Theoc.1.64,70, etc.; τὰ β. pastoral poetry, Hermog.Id.2.3. 2 β. μέτρον metre used by pastoral poets, Plu. Metr.2; τομή 'bucolic' caesura, ib.3. II βουκολικός, ὁ, official in cult of Dionysus, IG22.1368.123. 2 bucolicon, = πάνακες Ἀσκληπίειον, Plin.HN25.31.
German (Pape)
[Seite 456] den Hirten betreffend, ἀοιδή, Hirtengesang, Theocr. 1, 64 u. öfter; τὰ βουκολικά, Hirtengedichte.
Greek (Liddell-Scott)
βουκολικός: Δωρ. βωκ-, ή, όν, ἀγροτικός, εἰς βουκόλους ἀνήκων, Θεόκρ. 1. 64, 70, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne les bouviers ou les pâtres, bucolique, pastoral.
Étymologie: βουκόλος.