σχαδών: Difference between revisions

From LSJ

ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief

Source
(6_19)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σχᾰδών''': όνος ἢ σχάδων, ονος (ὡς παρ’ Ἀριστ.), ἡ, τὸ [[ἔμβρυον]] ἢ [[σκώληξ]] τῆς μελίσσης ἢ τῆς [[σφηκός]], Ἀριστ. π, τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 22, 12., 5. 23, 4. ΙΙ. τὸ κυψελίδιον ἐν ᾧ τρέφεται καὶ αὐξάνεται τὸ [[ἔμβρυον]], [[αὐτόθι]] 9. 40, 54, Θεαίτ. παρὰ Σχολ. εἰς Θεόκρ. 1. 147· «τὰ [[κηρία]] τῶν μελισσῶν, [[ἔνθα]] οἱ σκώληκες» Ἡσύχ. ΙΙΙ. κυψελίδιον μέλιτος, καὶ ἐν τῷ πληθ., κηρήθρα, «μελόπηττα», Λατ. favu, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 302. 6., 476, 3, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 21, Ἀναξανδρ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 53, Θεόκρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλὰ καὶ ἐν τῷ ἑνικῷ, πρῶτον δ’ ἐκεῖνον σχαδόνα δεῖ [[πάντως]] [[φαγεῖν]] Εὐθυκλ. ἐν «Ἀσώτοις» 1. IV. «κυβευτικὸς [[βόλος]]» Ἡσύχ.
|lstext='''σχᾰδών''': όνος ἢ σχάδων, ονος (ὡς παρ’ Ἀριστ.), ἡ, τὸ [[ἔμβρυον]] ἢ [[σκώληξ]] τῆς μελίσσης ἢ τῆς [[σφηκός]], Ἀριστ. π, τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 22, 12., 5. 23, 4. ΙΙ. τὸ κυψελίδιον ἐν ᾧ τρέφεται καὶ αὐξάνεται τὸ [[ἔμβρυον]], [[αὐτόθι]] 9. 40, 54, Θεαίτ. παρὰ Σχολ. εἰς Θεόκρ. 1. 147· «τὰ [[κηρία]] τῶν μελισσῶν, [[ἔνθα]] οἱ σκώληκες» Ἡσύχ. ΙΙΙ. κυψελίδιον μέλιτος, καὶ ἐν τῷ πληθ., κηρήθρα, «μελόπηττα», Λατ. favu, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 302. 6., 476, 3, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 21, Ἀναξανδρ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 53, Θεόκρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλὰ καὶ ἐν τῷ ἑνικῷ, πρῶτον δ’ ἐκεῖνον σχαδόνα δεῖ [[πάντως]] [[φαγεῖν]] Εὐθυκλ. ἐν «Ἀσώτοις» 1. IV. «κυβευτικὸς [[βόλος]]» Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=όνος (ἡ) :<br /><b>1</b> larve d’abeille <i>ou</i> de guêpe;<br /><b>2</b> cellule pour les larves d’abeille, couvain;<br /><b>3</b> gâteau de miel <i>ou</i> de cire.<br />'''Étymologie:''' DELG [[σχάζω]].
}}
}}

Revision as of 19:39, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχᾰδών Medium diacritics: σχαδών Low diacritics: σχαδών Capitals: ΣΧΑΔΩΝ
Transliteration A: schadṓn Transliteration B: schadōn Transliteration C: schadon Beta Code: sxadw/n

English (LSJ)

or σχάδων (as in Arist.), όνος, ἡ,

   A larva of the bee or wasp, Arist.HA554a29, 555a8, 624a8.    II breeding-cell of the larva, Theaet. ap. Sch.Theoc.1.147.    III honey-cell, and in pl. honeycomb, Ar.Fr.318.6, 569.3, Antiph.275, Anaxandr.41.53, Theoc. l.c., PCair.Zen.354.8 (iii B.C.); so also in sg., σχαδόνα δεῖ πάντως φαγεῖν Euthycl.1.    IV a throw of the dice, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1053] όνος, ἡ, die Larve der Bienen, Arist. H. A. 5, 22. 23; die Brutzelle der Bienen, Zelle der Drohnen, und die mit Honig gefüllte Wachsscheibe, Wachstafel, Wabe, auch Honigraß, Honigroß genannt, αἱ τοῦ μέλιτος καὶ τῶν σχαδόνων θυρίδες ἀμφίστομοι Arist. H. A. 9, 40; Theocr. 1, 147.

Greek (Liddell-Scott)

σχᾰδών: όνος ἢ σχάδων, ονος (ὡς παρ’ Ἀριστ.), ἡ, τὸ ἔμβρυονσκώληξ τῆς μελίσσης ἢ τῆς σφηκός, Ἀριστ. π, τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 22, 12., 5. 23, 4. ΙΙ. τὸ κυψελίδιον ἐν ᾧ τρέφεται καὶ αὐξάνεται τὸ ἔμβρυον, αὐτόθι 9. 40, 54, Θεαίτ. παρὰ Σχολ. εἰς Θεόκρ. 1. 147· «τὰ κηρία τῶν μελισσῶν, ἔνθα οἱ σκώληκες» Ἡσύχ. ΙΙΙ. κυψελίδιον μέλιτος, καὶ ἐν τῷ πληθ., κηρήθρα, «μελόπηττα», Λατ. favu, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 302. 6., 476, 3, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 21, Ἀναξανδρ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 53, Θεόκρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλὰ καὶ ἐν τῷ ἑνικῷ, πρῶτον δ’ ἐκεῖνον σχαδόνα δεῖ πάντως φαγεῖν Εὐθυκλ. ἐν «Ἀσώτοις» 1. IV. «κυβευτικὸς βόλος» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

όνος (ἡ) :
1 larve d’abeille ou de guêpe;
2 cellule pour les larves d’abeille, couvain;
3 gâteau de miel ou de cire.
Étymologie: DELG σχάζω.