εὔκοπος: Difference between revisions
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
(6_17) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔκοπος''': -ον, μὲ ὀλίγον κόπον, [[εὔκολος]], Πολύβ. 18. 1, 2· τὸ πλεῖστον ἐν τῷ Συγκρ. εὐκοπώτερόν ἐστι, μετ’ ἀπαρ., Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ΄, 5, ιθ΄, 24, κτλ. - Ἐπίρρ. -πως, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 615: Συγκρ. Ἐπίρρ. -ώτερον, Ἀντίπατρ. παρὰ Στοβ. 418. 54. | |lstext='''εὔκοπος''': -ον, μὲ ὀλίγον κόπον, [[εὔκολος]], Πολύβ. 18. 1, 2· τὸ πλεῖστον ἐν τῷ Συγκρ. εὐκοπώτερόν ἐστι, μετ’ ἀπαρ., Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ΄, 5, ιθ΄, 24, κτλ. - Ἐπίρρ. -πως, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 615: Συγκρ. Ἐπίρρ. -ώτερον, Ἀντίπατρ. παρὰ Στοβ. 418. 54. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />facile à travailler, facile.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[κόπος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:39, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A easy, Plb.18.18.2: mostly in Comp., -ωτέρα σκευασία Dsc.1.39; -ώτερόν [ἐστι] c. inf., Ev.Matt.9.5, 19.24, etc. Adv. -πως Hp.Epid.2.6.31, Ar.Fr.783, D.S.3.24, Ph.Bel.56.16: Comp. -ώτερον Antip.Stoic.3.256.
German (Pape)
[Seite 1075] ohne Mühe, leicht zu thun, dem ἀδύνατον entgeggstzt, Pol. 18, 1, 2; so auch adv. εὐκόπως, Ar. bei Poll. 9, 162; εὐκοπώτερον, Antip. Stob. fl. 67, 25 E. Mit εὐκόλως verwechselt, D. Sic. 3, 24. 5, 32.
Greek (Liddell-Scott)
εὔκοπος: -ον, μὲ ὀλίγον κόπον, εὔκολος, Πολύβ. 18. 1, 2· τὸ πλεῖστον ἐν τῷ Συγκρ. εὐκοπώτερόν ἐστι, μετ’ ἀπαρ., Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ΄, 5, ιθ΄, 24, κτλ. - Ἐπίρρ. -πως, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 615: Συγκρ. Ἐπίρρ. -ώτερον, Ἀντίπατρ. παρὰ Στοβ. 418. 54.