ἀγνωσία: Difference between revisions
μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own
(6_11) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀγνωσία''': ἡ, τὸ μὴ γινώσκειν, [[ἄγνοια]], Ἱππ. Ἀρχ. ἰητρ. 11· συμφορᾶς ἀγν., Εὐρ. Μήδ. 1204· διὰ τὴν [[ἀλλήλων]] ἀγν., [[ἐπειδὴ]] δὲν ἐγίνωσκον ἀλλήλους, Θουκ. 8. 66. ― Ἀπολ., ἀντίθετον τῷ [[γνῶσις]], Πλάτ. Σοφ. 267Β. ΙΙ. τὸ [[εἶναι]] ἄγνωστον, [[ἀφάνεια]], Πλάτ. Μενέξ. 238D. | |lstext='''ἀγνωσία''': ἡ, τὸ μὴ γινώσκειν, [[ἄγνοια]], Ἱππ. Ἀρχ. ἰητρ. 11· συμφορᾶς ἀγν., Εὐρ. Μήδ. 1204· διὰ τὴν [[ἀλλήλων]] ἀγν., [[ἐπειδὴ]] δὲν ἐγίνωσκον ἀλλήλους, Θουκ. 8. 66. ― Ἀπολ., ἀντίθετον τῷ [[γνῶσις]], Πλάτ. Σοφ. 267Β. ΙΙ. τὸ [[εἶναι]] ἄγνωστον, [[ἀφάνεια]], Πλάτ. Μενέξ. 238D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> ignorance;<br /><b>2</b> SEPT manque de perception spirituelle ; méconnaissance ; discours ignorant.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγνώς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:39, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A ignorance, Hp. VM9, Demetr.Lac.Herc.1055.15; συμφορᾶς ἀ. E.Med.1204; κέρδος ἐν κακοῖς ἀ. Id.Fr.205; διὰ τὴν ἀλλήλων ἀ. Th.8.66; opp. γνῶσις, Pl.Sph.267b: c. gen., θεοῦ LXX Wi.13 1, 1 Ep.Cor.15.34. 2 lack of acquaintance, Luc.Tim.42. II being unknown, obscurity, Pl.Mx.238d.
German (Pape)
[Seite 19] ἡ, Unkenntniß, Unbekanntschaft, Eur. Med. 1204; ἀλλήλων Thuc. 8, 66; der γνῶσις entgegengesetzt, Plat. Rep. V, 477 a; aber Menex. 238 d ἀγ. πατέρων, Unberühmtheit, das Nichtkennen, neben ὑπεροψία Luc. Tim. 42. – Eur. Hec. 959 = ἀπορία, Noth.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγνωσία: ἡ, τὸ μὴ γινώσκειν, ἄγνοια, Ἱππ. Ἀρχ. ἰητρ. 11· συμφορᾶς ἀγν., Εὐρ. Μήδ. 1204· διὰ τὴν ἀλλήλων ἀγν., ἐπειδὴ δὲν ἐγίνωσκον ἀλλήλους, Θουκ. 8. 66. ― Ἀπολ., ἀντίθετον τῷ γνῶσις, Πλάτ. Σοφ. 267Β. ΙΙ. τὸ εἶναι ἄγνωστον, ἀφάνεια, Πλάτ. Μενέξ. 238D.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 ignorance;
2 SEPT manque de perception spirituelle ; méconnaissance ; discours ignorant.
Étymologie: ἀγνώς.