ἀδίδακτος: Difference between revisions

From LSJ

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀδίδακτος''': -ον, ὁ μὴ διδαχθείς, [[ἀμαθής]]. Ψευδο-Φωκυλ. 83· μ. γεν., ἀδ. ἐρώτων, Ἀνθ. II. 5, 122, πρβλ. Ἱππ. 382. 34. 2) ὁ μὴ δεδιδαγμένος, μὴ ἠσκημένος, ἐπὶ χοροῦ, Δημ. 520. 13. II. ἐπὶ πραγμάτων, τὰ μὴ διδασκόμενα ἢ δεδιδαγμένα, ἀλλ’ ἐμφύτως γιγνωσκόμενα, ὡς τὸ [[αὐτοδίδακτος]]· ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] καὶ ἀδ., Πλούτ. 2. 968C, σύνεσίν τε πολιτικὴν … τὴν μὲν ἀδίδακτόν τι τῆς φύσεως [[δῶρον]], Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστορ. Συγγρ. 34. 2) ἀδ. [[δρᾶμα]], [[ὅπερ]] [[εἰσέτι]] δὲν ἐδιδάχθη, δὲν παρεστάθη, (ἴδε [[διδάσκω]] III.), Ἀθ. 270A. III. Ἐπίρρ. -τως, [[ἄνευ]] διδασκαλίας. Πλούτ. 2. 673F, καὶ ἄλλ.
|lstext='''ἀδίδακτος''': -ον, ὁ μὴ διδαχθείς, [[ἀμαθής]]. Ψευδο-Φωκυλ. 83· μ. γεν., ἀδ. ἐρώτων, Ἀνθ. II. 5, 122, πρβλ. Ἱππ. 382. 34. 2) ὁ μὴ δεδιδαγμένος, μὴ ἠσκημένος, ἐπὶ χοροῦ, Δημ. 520. 13. II. ἐπὶ πραγμάτων, τὰ μὴ διδασκόμενα ἢ δεδιδαγμένα, ἀλλ’ ἐμφύτως γιγνωσκόμενα, ὡς τὸ [[αὐτοδίδακτος]]· ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] καὶ ἀδ., Πλούτ. 2. 968C, σύνεσίν τε πολιτικὴν … τὴν μὲν ἀδίδακτόν τι τῆς φύσεως [[δῶρον]], Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστορ. Συγγρ. 34. 2) ἀδ. [[δρᾶμα]], [[ὅπερ]] [[εἰσέτι]] δὲν ἐδιδάχθη, δὲν παρεστάθη, (ἴδε [[διδάσκω]] III.), Ἀθ. 270A. III. Ἐπίρρ. -τως, [[ἄνευ]] διδασκαλίας. Πλούτ. 2. 673F, καὶ ἄλλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> ignorant;<br /><b>2</b> qui ne s’enseigne pas, qu’on sait naturellement.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[διδάσκω]].
}}
}}

Revision as of 19:39, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδίδακτος Medium diacritics: ἀδίδακτος Low diacritics: αδίδακτος Capitals: ΑΔΙΔΑΚΤΟΣ
Transliteration A: adídaktos Transliteration B: adidaktos Transliteration C: adidaktos Beta Code: a)di/daktos

English (LSJ)

ον,

   A untaught, ignorant, Ps.-Phoc.89: c. gen., ἀ. ἐρώτων AP5.121 (Diod.), cf. Hp.Alim.39.    2 unpractised, untrained, of a chorus, D.21.17.    II untaught, τοῖς ἀφ' αὑτοῦ καὶ ἀ. πάθεσι Plu.2.968c, cf. Luc.Hist.Conscr.34; that cannot be taught, Philostr.V A5.36.    2 ἀ. δρᾶμα not yet acted (v. διδάσκω III) Ath.6.270a.    III Adv. -τως without teaching, Phld.Rh. 2.93 S, Juba 32, Plu.2.673f; οὐκ ἀ. οὐδὲ αὐτοφυῶς Ph.Fr.70 H.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδίδακτος: -ον, ὁ μὴ διδαχθείς, ἀμαθής. Ψευδο-Φωκυλ. 83· μ. γεν., ἀδ. ἐρώτων, Ἀνθ. II. 5, 122, πρβλ. Ἱππ. 382. 34. 2) ὁ μὴ δεδιδαγμένος, μὴ ἠσκημένος, ἐπὶ χοροῦ, Δημ. 520. 13. II. ἐπὶ πραγμάτων, τὰ μὴ διδασκόμενα ἢ δεδιδαγμένα, ἀλλ’ ἐμφύτως γιγνωσκόμενα, ὡς τὸ αὐτοδίδακτος· ἀφ’ ἑαυτοῦ καὶ ἀδ., Πλούτ. 2. 968C, σύνεσίν τε πολιτικὴν … τὴν μὲν ἀδίδακτόν τι τῆς φύσεως δῶρον, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστορ. Συγγρ. 34. 2) ἀδ. δρᾶμα, ὅπερ εἰσέτι δὲν ἐδιδάχθη, δὲν παρεστάθη, (ἴδε διδάσκω III.), Ἀθ. 270A. III. Ἐπίρρ. -τως, ἄνευ διδασκαλίας. Πλούτ. 2. 673F, καὶ ἄλλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 ignorant;
2 qui ne s’enseigne pas, qu’on sait naturellement.
Étymologie: ἀ, διδάσκω.