αἰχμητής: Difference between revisions
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
(6_19) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἰχμητής''': -οῦ, Δωρ. -ᾰτάς, ᾶ, ὁ, (αἰιχμή) ποιητικὸν [[ὄνομα]], ὁ [[δόρυ]] φέρων, [[ἀνήρ]], [[πολεμιστής]], ἰδίως κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς φέροντας τόξα, Ἰλ. Β. 543, Ὀδ. Β. 19, καὶ ἀλλ.· πρβλ. [[αἰχμητά]]. ΙΙ. παρὰ Πινδάρ. ὡς ἐπίθετον: 1) λήγων εἰς ὀξύ, [[ὀξύς]], αἰχμητὰς [[κεραυνός]], Πινδ. Π. 1. 5. 2) [[φιλοπόλεμος]], αἰχμ. [[θυμός]], Ν. 9. 87: - θηλ. αἴχμητις, (προπαροξυτόνως), Ἐτυμ. Μ. 595. 39. | |lstext='''αἰχμητής''': -οῦ, Δωρ. -ᾰτάς, ᾶ, ὁ, (αἰιχμή) ποιητικὸν [[ὄνομα]], ὁ [[δόρυ]] φέρων, [[ἀνήρ]], [[πολεμιστής]], ἰδίως κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς φέροντας τόξα, Ἰλ. Β. 543, Ὀδ. Β. 19, καὶ ἀλλ.· πρβλ. [[αἰχμητά]]. ΙΙ. παρὰ Πινδάρ. ὡς ἐπίθετον: 1) λήγων εἰς ὀξύ, [[ὀξύς]], αἰχμητὰς [[κεραυνός]], Πινδ. Π. 1. 5. 2) [[φιλοπόλεμος]], αἰχμ. [[θυμός]], Ν. 9. 87: - θηλ. αἴχμητις, (προπαροξυτόνως), Ἐτυμ. Μ. 595. 39. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />combattant armé d’une lance.<br />'''Étymologie:''' [[αἰχμή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
οῦ, Dor. αἰχμ-ᾱτάς, ᾶ, ὁ, (αἰχμή) poet.,
A spearman, warrior, esp. opp. to archers, Il.2.543, Od.2.19, al., Archil. 119, cj.in Alcm.68,etc. II In Pi.as Adj., 1 pointed (or spear-wielding), αἰ. κεραυνός P.1.5. 2 warlike, αἰ. θυμός N.9.37:—fem. αἴχμητις (sic), EM595.39.
Greek (Liddell-Scott)
αἰχμητής: -οῦ, Δωρ. -ᾰτάς, ᾶ, ὁ, (αἰιχμή) ποιητικὸν ὄνομα, ὁ δόρυ φέρων, ἀνήρ, πολεμιστής, ἰδίως κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς φέροντας τόξα, Ἰλ. Β. 543, Ὀδ. Β. 19, καὶ ἀλλ.· πρβλ. αἰχμητά. ΙΙ. παρὰ Πινδάρ. ὡς ἐπίθετον: 1) λήγων εἰς ὀξύ, ὀξύς, αἰχμητὰς κεραυνός, Πινδ. Π. 1. 5. 2) φιλοπόλεμος, αἰχμ. θυμός, Ν. 9. 87: - θηλ. αἴχμητις, (προπαροξυτόνως), Ἐτυμ. Μ. 595. 39.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
combattant armé d’une lance.
Étymologie: αἰχμή.