ἀκολουθέω: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan

Menander, Monostichoi, 150
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκολουθέω''': μέλλ. -ήσω, εἶμαι [[ἀκόλουθος]], ἕπομαί τινι, ἢ [[ὑπάγω]] μετά τινος, ἰδίως ἐπὶ στρατιωτῶν καὶ δούλων: ― συντάσσ. τὸ πλεῖστον [[μετὰ]] δοτ. προσώπ., Ἀριστοφ. Πλ. 19, κτλ.· ἀκ. τῷ ἡγουμένῳ, Πλάτ. Πολ. 474C· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] προθ., ἀκ. μετά τινος, Πλάτ. Λάχ. 187Ε, Λυσίας 193. 18, κτλ.· τοῖς σώμασι μετ’ ἐκείνων ἠκολούθουν, ταῖς δ’ εὐνοίαις μεθ’ ἡμῶν ἦσαν, Ἰσοκρ. 299C· ἀκ. σύν τινι, Ξεν. Ἀν. 7. 5, 3· κατόπιν τινός, Ἀριστοφ. Πλ. 13· σπανιώτατα μετ’ αἰτιατ. ὡς παρὰ Μενάνδ. Ἀδήλ. 32· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 354: ― ἀπολ. [[συχν]]. παρὰ Πλάτ., κτλ.· ἀκ. ἐφ’ ἁρπαγῆς ἐπὶ στρατιωτῶν, Θουκ. 2. 98· ἀκολουθῶν, ὁ, ὡς οὐσιαστ., = [[ἀκόλουθος]] Ι, Μένανδ. ἐν «Κόλακι» 3. ΙΙ. μεταφ., ἀκολουθῶ τινα εἴς τι [[πρᾶγμα]], ἀφίνομαι νὰ ὁδηγηθῶ ὑπό τινος εἴς τι, τῇ γνώμῃ τινός, Θουκ. 3. 38· τοῖς πράγμασιν, τοῖς καιροῖς, ἀκολουθῶ τὰ πράγματα, κτλ., Δημ. 51. 14., 730. 18: [[ὑπακούω]], τοῖς νόμοις, Ἀνδοκ. 31. 35. 2) παρακολουθῶ τὴν συνέχειαν λόγου τινός, Πλάτ. Φαίδ. 107Β, κτλ. 3) [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πραγμάτων, ἀκολουθῶ μετά τι, [[γίνομαι]] ὡς συμπέρασμά τινος, [[συμφώνως]] [[πρός]] τι, ἀκολουθεῖν τοῖς εἰρημένοις, Πλάτ. Πολ. 332D· εὐλογίᾳ…. εὐηθείᾳ ἀκ., [[αὐτόθι]] 400Ε, πρβλ. 398D: ἀκολουθῶ τὴν ἀναλογίαν τινός, [[εἰμὶ]] [[ὅμοιος]] [[πρός]] τι, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 2 . 1, 3, καὶ ἀλλ. 4) ἀπολύτως, ἀκολουθεῖ, ἕπεται, Λατ. sequitur, ὁ αὐτ. Κατηγ. 12. 2. - Μόνον παρ’ Ἀττ. κωμῳδοποιοῖς καὶ πεζογράφοις· πρβλ. [[ἀκόλουθος]].
|lstext='''ἀκολουθέω''': μέλλ. -ήσω, εἶμαι [[ἀκόλουθος]], ἕπομαί τινι, ἢ [[ὑπάγω]] μετά τινος, ἰδίως ἐπὶ στρατιωτῶν καὶ δούλων: ― συντάσσ. τὸ πλεῖστον [[μετὰ]] δοτ. προσώπ., Ἀριστοφ. Πλ. 19, κτλ.· ἀκ. τῷ ἡγουμένῳ, Πλάτ. Πολ. 474C· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] προθ., ἀκ. μετά τινος, Πλάτ. Λάχ. 187Ε, Λυσίας 193. 18, κτλ.· τοῖς σώμασι μετ’ ἐκείνων ἠκολούθουν, ταῖς δ’ εὐνοίαις μεθ’ ἡμῶν ἦσαν, Ἰσοκρ. 299C· ἀκ. σύν τινι, Ξεν. Ἀν. 7. 5, 3· κατόπιν τινός, Ἀριστοφ. Πλ. 13· σπανιώτατα μετ’ αἰτιατ. ὡς παρὰ Μενάνδ. Ἀδήλ. 32· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 354: ― ἀπολ. [[συχν]]. παρὰ Πλάτ., κτλ.· ἀκ. ἐφ’ ἁρπαγῆς ἐπὶ στρατιωτῶν, Θουκ. 2. 98· ἀκολουθῶν, ὁ, ὡς οὐσιαστ., = [[ἀκόλουθος]] Ι, Μένανδ. ἐν «Κόλακι» 3. ΙΙ. μεταφ., ἀκολουθῶ τινα εἴς τι [[πρᾶγμα]], ἀφίνομαι νὰ ὁδηγηθῶ ὑπό τινος εἴς τι, τῇ γνώμῃ τινός, Θουκ. 3. 38· τοῖς πράγμασιν, τοῖς καιροῖς, ἀκολουθῶ τὰ πράγματα, κτλ., Δημ. 51. 14., 730. 18: [[ὑπακούω]], τοῖς νόμοις, Ἀνδοκ. 31. 35. 2) παρακολουθῶ τὴν συνέχειαν λόγου τινός, Πλάτ. Φαίδ. 107Β, κτλ. 3) [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πραγμάτων, ἀκολουθῶ μετά τι, [[γίνομαι]] ὡς συμπέρασμά τινος, [[συμφώνως]] [[πρός]] τι, ἀκολουθεῖν τοῖς εἰρημένοις, Πλάτ. Πολ. 332D· εὐλογίᾳ…. εὐηθείᾳ ἀκ., [[αὐτόθι]] 400Ε, πρβλ. 398D: ἀκολουθῶ τὴν ἀναλογίαν τινός, [[εἰμὶ]] [[ὅμοιος]] [[πρός]] τι, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 2 . 1, 3, καὶ ἀλλ. 4) ἀπολύτως, ἀκολουθεῖ, ἕπεται, Λατ. sequitur, ὁ αὐτ. Κατηγ. 12. 2. - Μόνον παρ’ Ἀττ. κωμῳδοποιοῖς καὶ πεζογράφοις· πρβλ. [[ἀκόλουθος]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ἀκολουθήσω, <i>ao.</i> [[ἠκολούθησα]], <i>pf. inus.</i><br /><b>I.</b> faire route avec, accompagner, suivre, τινι ; [[οἱ]] ἀκολουθοῦντες PLUT la suite (de qqn);<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> suivre par l’intelligence : ἀκολουθεῖν [[τῷ]] λόγῳ PLAT suivre le développement d’un discours, le comprendre;<br /><b>2</b> se laisser conduire <i>ou</i> diriger par : ἀκολουθεῖν [[τῇ]] γνώμῃ τινός THC suivre l’avis de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκόλουθος]].
}}
}}

Revision as of 19:40, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκολουθέω Medium diacritics: ἀκολουθέω Low diacritics: ακολουθέω Capitals: ΑΚΟΛΟΥΘΕΩ
Transliteration A: akolouthéō Transliteration B: akoloutheō Transliteration C: akoloutheo Beta Code: a)kolouqe/w

English (LSJ)

   A follow one, go after or with him, freq. of soldiers and slaves:—mostly c. dat. pers., Ar.Pl.19, etc.; ἀ. τῷ ἡγουμένῳ Pl.R. 474c; with Preps., ἀ. μετά τινος Th.7.57, Pl.La.187e, Lys.2.27, etc.; τοῖς σώμασι μετ' ἐκείνων ἠκολούθουν, ταῖς δ' εὐνοίαις μεθ' ὑμῶν ἦσαν Isoc.14.15; ἀ. σύν τινι X.An.7.5.3; κατόπιν τινός Ar.Pl.13: rarely c. acc., Men.558: abs., Pl.Plt.277e, Thphr.Char.18.8, etc.; ἀ. ἐφ' ἁρπαγήν, of soldiers, Th.2.98; ἀκολουθῶν, ὁ, as Subst., = ἀκόλουθος 1, Men.Adul.Fr.1.    2 of stars, follow in the diurnal rotation, Autol.2.2.    II metaph., follow, be guided by, τῇ γνώμῃ τινός Th. 3.38; τοῖς πράγμασιν, τοῖς τοῦ πολέμου καιροῖς, D.4.39, 24.95; obey, τοῖς νόμοις And.4.19: c. acc. neut., ἀ. ἅπαντα PLille1.26.    2 follow the thread of a discourse, Pl.Phd.107b, etc.    3 of things, follow upon, to be consequent upon, consistent with, εὐλογία . . εὐηθείᾳ ἀ. Id.R.400e, cf. 398d; follow analogy of, Arist.HA499a10, al.    b abs., to be consequent, ὡς γένους ὄντος τοῦ ἀεὶ ἀκολουθοῦντος Top.128b4; as species to individual, GA768b13.    4 abs., ἀκολουθεῖ it follows, Id.Cat.14a31.—Not in Trag.: first in Hippon.55, with ᾱ (s.v.l.), elsewhere ᾰ; takes place of ἕπομαι in later Greek.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκολουθέω: μέλλ. -ήσω, εἶμαι ἀκόλουθος, ἕπομαί τινι, ἢ ὑπάγω μετά τινος, ἰδίως ἐπὶ στρατιωτῶν καὶ δούλων: ― συντάσσ. τὸ πλεῖστον μετὰ δοτ. προσώπ., Ἀριστοφ. Πλ. 19, κτλ.· ἀκ. τῷ ἡγουμένῳ, Πλάτ. Πολ. 474C· ὡσαύτως μετὰ προθ., ἀκ. μετά τινος, Πλάτ. Λάχ. 187Ε, Λυσίας 193. 18, κτλ.· τοῖς σώμασι μετ’ ἐκείνων ἠκολούθουν, ταῖς δ’ εὐνοίαις μεθ’ ἡμῶν ἦσαν, Ἰσοκρ. 299C· ἀκ. σύν τινι, Ξεν. Ἀν. 7. 5, 3· κατόπιν τινός, Ἀριστοφ. Πλ. 13· σπανιώτατα μετ’ αἰτιατ. ὡς παρὰ Μενάνδ. Ἀδήλ. 32· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 354: ― ἀπολ. συχν. παρὰ Πλάτ., κτλ.· ἀκ. ἐφ’ ἁρπαγῆς ἐπὶ στρατιωτῶν, Θουκ. 2. 98· ἀκολουθῶν, ὁ, ὡς οὐσιαστ., = ἀκόλουθος Ι, Μένανδ. ἐν «Κόλακι» 3. ΙΙ. μεταφ., ἀκολουθῶ τινα εἴς τι πρᾶγμα, ἀφίνομαι νὰ ὁδηγηθῶ ὑπό τινος εἴς τι, τῇ γνώμῃ τινός, Θουκ. 3. 38· τοῖς πράγμασιν, τοῖς καιροῖς, ἀκολουθῶ τὰ πράγματα, κτλ., Δημ. 51. 14., 730. 18: ὑπακούω, τοῖς νόμοις, Ἀνδοκ. 31. 35. 2) παρακολουθῶ τὴν συνέχειαν λόγου τινός, Πλάτ. Φαίδ. 107Β, κτλ. 3) ὡσαύτως ἐπὶ πραγμάτων, ἀκολουθῶ μετά τι, γίνομαι ὡς συμπέρασμά τινος, συμφώνως πρός τι, ἀκολουθεῖν τοῖς εἰρημένοις, Πλάτ. Πολ. 332D· εὐλογίᾳ…. εὐηθείᾳ ἀκ., αὐτόθι 400Ε, πρβλ. 398D: ἀκολουθῶ τὴν ἀναλογίαν τινός, εἰμὶ ὅμοιος πρός τι, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 2 . 1, 3, καὶ ἀλλ. 4) ἀπολύτως, ἀκολουθεῖ, ἕπεται, Λατ. sequitur, ὁ αὐτ. Κατηγ. 12. 2. - Μόνον παρ’ Ἀττ. κωμῳδοποιοῖς καὶ πεζογράφοις· πρβλ. ἀκόλουθος.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ἀκολουθήσω, ao. ἠκολούθησα, pf. inus.
I. faire route avec, accompagner, suivre, τινι ; οἱ ἀκολουθοῦντες PLUT la suite (de qqn);
II. fig. 1 suivre par l’intelligence : ἀκολουθεῖν τῷ λόγῳ PLAT suivre le développement d’un discours, le comprendre;
2 se laisser conduire ou diriger par : ἀκολουθεῖν τῇ γνώμῃ τινός THC suivre l’avis de qqn.
Étymologie: ἀκόλουθος.