ἀθάνατος: Difference between revisions
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
(6_17) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀθάνᾰτος''': -ον, καὶ η, ον (ὡς [[πάντοτε]] παρ’ Ὁμήρῳ, σπανίως παρὰ Τραγ., Ἐλμσλ. Εὐρ. Μήδ. 807). Ὁ μὴ θνήσκων, [[ἀθάνατος]], τὸ [[ἐναντίον]] τοῦ θνητὸς καὶ [[βροτός]], Ὅμ., Ἡσ., κτλ. Ἐντεῦθεν ἀθάνατοι, οἱ, = οἱ θεοί, Ὅμ. κτλ. ἀθάναται ἅλιαι, αἱ τῆς θαλάσσης θεαί, Ὀδ. Ω. 47: ― συγκρ. -ώτερος, Πλάτ. Φαίδων 99C. 2) περὶ ἀθανάτου, ἀτελευτήτου φήμης, Τυρταῖος 12. 32. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων κτλ. Αἰώνιος, ἀθ. κακόν, Ὀδ. Μ. 118· [[χάρις]], Ἡρόδ. 7. 178· ἀρετή, [[ἀρχή]], Σοφ. Φ. 1420., Ο. Τ. 905· ἀθ. [[συκοφάντης]], Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Λυκόφρ. 3· [[οὕτως]], ἀθ. [[κλέος]], [[μνήμη]], [[δόξα]], [[ὀργή]], κτλ. ― ἀθ. ὁ [[θάνατος]], = ὁ [[θάνατος]] [[εἶναι]] [[κατάστασις]] [[ἀτελεύτητος]], ὡς τὸ τοῦ Τέννυσον «death that cannot die», [[θάνατος]] [[ὅστις]] δὲν δύναται ν’ ἀποθάνῃ, Ἄμφις ἐν «Γυναικοκρατίᾳ», 1. 2) ἀθ. [[θρίξ]], ἐκ τῆς ὁποίας ἡ ζωὴ ἐξήρτητο, Αἰσχύλ. Χο. 620. ΙΙΙ. οἱ ἀθάνατοι, [[σῶμα]] Περσικοῦ στρατοῦ, ἐν ᾧ πᾶς ἀποθνήσκων ἀνεπληροῦτο δι’ ἄλλου ἐκ τῶν προτέρων διωρισμένου, Ἡρόδ. 7, 83, 211: [[οὕτως]] ἀθ. [[ἀνήρ]], [[ἐκεῖνος]] οὗ ὁ [[διάδοχος]] [[εἶναι]] προσδιωρισμένος ἐν περιπτώσει θανάτου, (οὕτω λέγεται παρ’ Ἄγγλοις, the King never dies δηλ. ὁ βασιλεὺς οὔποτε ἀποθνήσκει), [[αὐτόθι]] 31. IV. ἐπίρρ., ἀθανάτως εὕδειν, Ἀνθ. Π. 9. 570. [ᾱ θ - ἀείποτε ἐν τῷ ἐπιθέτῳ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς παραγώγοις, ἴδε ἐν Α, α, ἐν τέλ.]. | |lstext='''ἀθάνᾰτος''': -ον, καὶ η, ον (ὡς [[πάντοτε]] παρ’ Ὁμήρῳ, σπανίως παρὰ Τραγ., Ἐλμσλ. Εὐρ. Μήδ. 807). Ὁ μὴ θνήσκων, [[ἀθάνατος]], τὸ [[ἐναντίον]] τοῦ θνητὸς καὶ [[βροτός]], Ὅμ., Ἡσ., κτλ. Ἐντεῦθεν ἀθάνατοι, οἱ, = οἱ θεοί, Ὅμ. κτλ. ἀθάναται ἅλιαι, αἱ τῆς θαλάσσης θεαί, Ὀδ. Ω. 47: ― συγκρ. -ώτερος, Πλάτ. Φαίδων 99C. 2) περὶ ἀθανάτου, ἀτελευτήτου φήμης, Τυρταῖος 12. 32. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων κτλ. Αἰώνιος, ἀθ. κακόν, Ὀδ. Μ. 118· [[χάρις]], Ἡρόδ. 7. 178· ἀρετή, [[ἀρχή]], Σοφ. Φ. 1420., Ο. Τ. 905· ἀθ. [[συκοφάντης]], Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Λυκόφρ. 3· [[οὕτως]], ἀθ. [[κλέος]], [[μνήμη]], [[δόξα]], [[ὀργή]], κτλ. ― ἀθ. ὁ [[θάνατος]], = ὁ [[θάνατος]] [[εἶναι]] [[κατάστασις]] [[ἀτελεύτητος]], ὡς τὸ τοῦ Τέννυσον «death that cannot die», [[θάνατος]] [[ὅστις]] δὲν δύναται ν’ ἀποθάνῃ, Ἄμφις ἐν «Γυναικοκρατίᾳ», 1. 2) ἀθ. [[θρίξ]], ἐκ τῆς ὁποίας ἡ ζωὴ ἐξήρτητο, Αἰσχύλ. Χο. 620. ΙΙΙ. οἱ ἀθάνατοι, [[σῶμα]] Περσικοῦ στρατοῦ, ἐν ᾧ πᾶς ἀποθνήσκων ἀνεπληροῦτο δι’ ἄλλου ἐκ τῶν προτέρων διωρισμένου, Ἡρόδ. 7, 83, 211: [[οὕτως]] ἀθ. [[ἀνήρ]], [[ἐκεῖνος]] οὗ ὁ [[διάδοχος]] [[εἶναι]] προσδιωρισμένος ἐν περιπτώσει θανάτου, (οὕτω λέγεται παρ’ Ἄγγλοις, the King never dies δηλ. ὁ βασιλεὺς οὔποτε ἀποθνήσκει), [[αὐτόθι]] 31. IV. ἐπίρρ., ἀθανάτως εὕδειν, Ἀνθ. Π. 9. 570. [ᾱ θ - ἀείποτε ἐν τῷ ἐπιθέτῳ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς παραγώγοις, ἴδε ἐν Α, α, ἐν τέλ.]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><i>poét.</i> η, ον :<br /><b>1</b> immortel ; qui concerne les immortels;<br /><b>2</b> impérissable, éternel;<br /><b>3</b> [[οἱ]] Ἀθάνατοι les Immortels, <i>corps perse de 10 000 h. d’élite, où chaque soldat, en cas de mort, était remplacé par un successeur désigné d’avance</i> ; Ἀθάνατος [[ἀνήρ]] HDT un immortel, un garde du corps.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[θανεῖν]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, also η, ον (so regularly in sense1.1, poet. and Isoc.9.16):—
A undying, immortal, Hom., etc.; ἀ. πρόσωπον, of Aphrodite, Sapph.1.14:— hence ἀθάνατοι, οἱ, the Immortals, Hom., Pi.Pae.6.50, etc.; ἀθάναται ἅλιαι, i.e. the sea goddesses, Od.24.47: Comp. -ώτερος Pl.Phd. 99c. 2 of immortal fame, Tyrt.12.322. II of things, etc., everlasting, perpetual, ἀ. κακόν Od.12.118; χάρις Hdt.7.178; ἀρετή, ἀρχά, S.Ph.1420, OT905 (lyr.); κλέος, μνήμη, B.12.65, Lys.2.81; συκοφάντης Hyp.Lyc.2; ἀ. ὁ θάνατος 'death that cannot die', Amph.8; of Nisus' purple locks, ἀ. θρίξ on which life depended, A.Ch.619. III οἱ ἀ. the immortals, a body of Persian troops in which vacancies were filled up by successors already appointed, Hdt.7.83,211; so ἀ. ἀνήρ one whose successor in case of death is appointed (as we say, the king never dies), ib.31; of a standing army, D.C.52.27. 2 maintained at a constant figure, πρόβατα PSI4.377.5 (iii B. C.), PThead.30.6 (iii A. D.); αἶγες PStrassb.30.6 (iii A. D.); διὰ τὸ ἀθάνατον (sc. τὸ παιδίον) αὐτὴν ἐπιδεδέχθαι τροφεύειν BGU1106.25 (Aug.). IV = λυχνὶς στεφανωματική, Ps.-Dsc.3.100. V Adv. ἀθανάτως, εὕδειν AP9.570 (Philod.). [ᾱθ- always in the Adj. and all derivs., v. sub ἀ- 1 fin.]
Greek (Liddell-Scott)
ἀθάνᾰτος: -ον, καὶ η, ον (ὡς πάντοτε παρ’ Ὁμήρῳ, σπανίως παρὰ Τραγ., Ἐλμσλ. Εὐρ. Μήδ. 807). Ὁ μὴ θνήσκων, ἀθάνατος, τὸ ἐναντίον τοῦ θνητὸς καὶ βροτός, Ὅμ., Ἡσ., κτλ. Ἐντεῦθεν ἀθάνατοι, οἱ, = οἱ θεοί, Ὅμ. κτλ. ἀθάναται ἅλιαι, αἱ τῆς θαλάσσης θεαί, Ὀδ. Ω. 47: ― συγκρ. -ώτερος, Πλάτ. Φαίδων 99C. 2) περὶ ἀθανάτου, ἀτελευτήτου φήμης, Τυρταῖος 12. 32. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων κτλ. Αἰώνιος, ἀθ. κακόν, Ὀδ. Μ. 118· χάρις, Ἡρόδ. 7. 178· ἀρετή, ἀρχή, Σοφ. Φ. 1420., Ο. Τ. 905· ἀθ. συκοφάντης, Ὑπερείδ. ὑπὲρ Λυκόφρ. 3· οὕτως, ἀθ. κλέος, μνήμη, δόξα, ὀργή, κτλ. ― ἀθ. ὁ θάνατος, = ὁ θάνατος εἶναι κατάστασις ἀτελεύτητος, ὡς τὸ τοῦ Τέννυσον «death that cannot die», θάνατος ὅστις δὲν δύναται ν’ ἀποθάνῃ, Ἄμφις ἐν «Γυναικοκρατίᾳ», 1. 2) ἀθ. θρίξ, ἐκ τῆς ὁποίας ἡ ζωὴ ἐξήρτητο, Αἰσχύλ. Χο. 620. ΙΙΙ. οἱ ἀθάνατοι, σῶμα Περσικοῦ στρατοῦ, ἐν ᾧ πᾶς ἀποθνήσκων ἀνεπληροῦτο δι’ ἄλλου ἐκ τῶν προτέρων διωρισμένου, Ἡρόδ. 7, 83, 211: οὕτως ἀθ. ἀνήρ, ἐκεῖνος οὗ ὁ διάδοχος εἶναι προσδιωρισμένος ἐν περιπτώσει θανάτου, (οὕτω λέγεται παρ’ Ἄγγλοις, the King never dies δηλ. ὁ βασιλεὺς οὔποτε ἀποθνήσκει), αὐτόθι 31. IV. ἐπίρρ., ἀθανάτως εὕδειν, Ἀνθ. Π. 9. 570. [ᾱ θ - ἀείποτε ἐν τῷ ἐπιθέτῳ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς παραγώγοις, ἴδε ἐν Α, α, ἐν τέλ.].
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
poét. η, ον :
1 immortel ; qui concerne les immortels;
2 impérissable, éternel;
3 οἱ Ἀθάνατοι les Immortels, corps perse de 10 000 h. d’élite, où chaque soldat, en cas de mort, était remplacé par un successeur désigné d’avance ; Ἀθάνατος ἀνήρ HDT un immortel, un garde du corps.
Étymologie: ἀ, θανεῖν.