ἀκρωνία: Difference between revisions

From LSJ

τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk

Source
(6_10)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκρωνία''': ἡ, ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 118 ἐκλαμβάνεται ὑπὸ Ἑρρ. Στεφ. ὡς [[ἀκρωτηριασμός]], [[ὅπερ]] ὁ Ἕρμαννος (Πονήμ. 6, 2, σ. 41) ἀποκαλεῖ ἀδύνατον. Ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει κακοῦ [[ἀκρωνία]] διὰ τοῦ κακῶν [[ἄθροισις]], τὸ ὕψιστον [[σημεῖον]] τῆς δυστυχίας, καὶ ἐν Α. Β. 372 ἡ [[λέξις]] ἑρμηνεύεται: ἀθροίσματα, [[ἀκρότης]], [[ἀκμή]]: - ἀλλὰ τὸ χωρὶον πιθανῶς [[εἶναι]] ἐφθαρμένον· ἴδε ἐν λ. [[χλοῦνις]].
|lstext='''ἀκρωνία''': ἡ, ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 118 ἐκλαμβάνεται ὑπὸ Ἑρρ. Στεφ. ὡς [[ἀκρωτηριασμός]], [[ὅπερ]] ὁ Ἕρμαννος (Πονήμ. 6, 2, σ. 41) ἀποκαλεῖ ἀδύνατον. Ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει κακοῦ [[ἀκρωνία]] διὰ τοῦ κακῶν [[ἄθροισις]], τὸ ὕψιστον [[σημεῖον]] τῆς δυστυχίας, καὶ ἐν Α. Β. 372 ἡ [[λέξις]] ἑρμηνεύεται: ἀθροίσματα, [[ἀκρότης]], [[ἀκμή]]: - ἀλλὰ τὸ χωρὶον πιθανῶς [[εἶναι]] ἐφθαρμένον· ἴδε ἐν λ. [[χλοῦνις]].
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />le supplice de l’amputation des extrémités.<br />'''Étymologie:''' [[ἄκρος]].
}}
}}

Revision as of 19:40, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρωνία Medium diacritics: ἀκρωνία Low diacritics: ακρωνία Capitals: ΑΚΡΩΝΙΑ
Transliteration A: akrōnía Transliteration B: akrōnia Transliteration C: akronia Beta Code: a)krwni/a

English (LSJ)

ἡ, prob.

   A = ἀκρωτηριασμός, A.Eu.188; but expl. as ἄθροισμα by Hdn.Gr.1.294 ap.Sch. (reading κακῶν ἀ.), cf. AB372.

German (Pape)

[Seite 85] ἡ, Verstümmelung der äußersten Glieder, bei Aesch. Eum. 179 in einer sehr dunklen Stelle; der Schol. erklärt ἐκτομὴ μορίων, aber VLL. ἄθροισμα. παράστασις, πλῆθος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρωνία: ἡ, ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 118 ἐκλαμβάνεται ὑπὸ Ἑρρ. Στεφ. ὡς ἀκρωτηριασμός, ὅπερ ὁ Ἕρμαννος (Πονήμ. 6, 2, σ. 41) ἀποκαλεῖ ἀδύνατον. Ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει κακοῦ ἀκρωνία διὰ τοῦ κακῶν ἄθροισις, τὸ ὕψιστον σημεῖον τῆς δυστυχίας, καὶ ἐν Α. Β. 372 ἡ λέξις ἑρμηνεύεται: ἀθροίσματα, ἀκρότης, ἀκμή: - ἀλλὰ τὸ χωρὶον πιθανῶς εἶναι ἐφθαρμένον· ἴδε ἐν λ. χλοῦνις.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
le supplice de l’amputation des extrémités.
Étymologie: ἄκρος.