ἀμπελουργός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound

Source
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμπελουργός''': ὁ, (*[[ἔργω]]), ὁ καλλιεργῶν ἀμπέλους, Ἀριστοφ. Εἰρ. 199, Συλλ. Ἐπιγρ. 93. 17: πρβλ. [[ἀμπελοεργός]].
|lstext='''ἀμπελουργός''': ὁ, (*[[ἔργω]]), ὁ καλλιεργῶν ἀμπέλους, Ἀριστοφ. Εἰρ. 199, Συλλ. Ἐπιγρ. 93. 17: πρβλ. [[ἀμπελοεργός]].
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ, ἡ)<br />vigneron.<br />'''Étymologie:''' [[ἄμπελος]], [[ἔργον]].
}}
}}

Revision as of 19:40, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμπελουργός Medium diacritics: ἀμπελουργός Low diacritics: αμπελουργός Capitals: ΑΜΠΕΛΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: ampelourgós Transliteration B: ampelourgos Transliteration C: ampelourgos Beta Code: a)mpelourgo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A vine-dresser, Ar.Pax 190, Hp.Epid.4.25, IG2.1055, Thphr.CP2.4.8, PPetr.3p.59; title of plays by Amphis and Alexis; cf. ἀμπελοεργός.

German (Pape)

[Seite 129] ὁ, = ἀμπελοεργός, Winzer, Ar. P. 190; N. T. auch adj.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμπελουργός: ὁ, (*ἔργω), ὁ καλλιεργῶν ἀμπέλους, Ἀριστοφ. Εἰρ. 199, Συλλ. Ἐπιγρ. 93. 17: πρβλ. ἀμπελοεργός.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ, ἡ)
vigneron.
Étymologie: ἄμπελος, ἔργον.