σάγος: Difference between revisions

From LSJ

Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Philostratus, Life of Apollonius of Tyana, VIII, 7
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σάγος''': [ᾰ], ὁ, χονδρὸς μανδύας, [[ἐπανωφόριον]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Γαλάταις, τὰς ἀναξυρίδας ἔχοντες καὶ τοὺς εὐπετεῖς τῶν σάγων περὶ ἑαυτοὺς ἐξέταξαν Πολύβ. 2. 28, 7., 7. 30, 1, Διόδ. 5. 30· παρὰ τοῖς Ἱσπανοῖς, Ἀππ. Ἰβηρ. 42· μανδύας [[στρατιωτικός]], Λατ. sagum, Πλούτ. 2, 201C.<br />(Λέγεται ὅτι [[εἶναι]] [[λέξις]] Γαλατικὴ ἢ Κελτιβηρική· ἀλλὰ φαίνεται συγγενὴς τοῖς [[σάγη]], [[σάγμα]], [[σάκος]], [[σάκκος]], [[σάττω]]. - Καθ’ Ἡσύχ.; «[[σάγος]]· [[μέρος]] τι τῆς πανοπλίας».
|lstext='''σάγος''': [ᾰ], ὁ, χονδρὸς μανδύας, [[ἐπανωφόριον]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Γαλάταις, τὰς ἀναξυρίδας ἔχοντες καὶ τοὺς εὐπετεῖς τῶν σάγων περὶ ἑαυτοὺς ἐξέταξαν Πολύβ. 2. 28, 7., 7. 30, 1, Διόδ. 5. 30· παρὰ τοῖς Ἱσπανοῖς, Ἀππ. Ἰβηρ. 42· μανδύας [[στρατιωτικός]], Λατ. sagum, Πλούτ. 2, 201C.<br />(Λέγεται ὅτι [[εἶναι]] [[λέξις]] Γαλατικὴ ἢ Κελτιβηρική· ἀλλὰ φαίνεται συγγενὴς τοῖς [[σάγη]], [[σάγμα]], [[σάκος]], [[σάκκος]], [[σάττω]]. - Καθ’ Ἡσύχ.; «[[σάγος]]· [[μέρος]] τι τῆς πανοπλίας».
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />saie <i>ou</i> sayon, casaque ; manteau de soldat <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' DELG emprunté au <i>lat.</i> sagus, sagum, qui l’a emprunté aux Gaulois ou aux Espagnols.
}}
}}

Revision as of 19:41, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σάγος Medium diacritics: σάγος Low diacritics: σάγος Capitals: ΣΑΓΟΣ
Transliteration A: ságos Transliteration B: sagos Transliteration C: sagos Beta Code: sa/gos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ,

   A coarse cloak, plaid, used by the Gauls, Plb.2.28.7, 2.30.1, D.S.5.30; by the Spaniards, App.Hisp.42; soldier's cloak, Lat. sagum, Plu.2.201c; σ. Ἀρσινοϊτικοί Peripl.M.Rubr.8; σ. Γαλλικός, Ἆφρος, Edict.Diocl.19.60,61; simply cloak or perh. blanket, POxy.1051.20 (iii A.D.); horse-cloth, Hippiatr.99 (so Lat. sagum, Cod.Theod.8.5.50, al.).

German (Pape)

[Seite 857] ὁ, ein grober Mantel, Soldatenmantel, sagum, Polyb. 2, 28, 7. 30, 1 u. öfter; das Wort soll gallisch od. celtiberisch sein. Vgl. aber σάγη, σάκος.

Greek (Liddell-Scott)

σάγος: [ᾰ], ὁ, χονδρὸς μανδύας, ἐπανωφόριον ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Γαλάταις, τὰς ἀναξυρίδας ἔχοντες καὶ τοὺς εὐπετεῖς τῶν σάγων περὶ ἑαυτοὺς ἐξέταξαν Πολύβ. 2. 28, 7., 7. 30, 1, Διόδ. 5. 30· παρὰ τοῖς Ἱσπανοῖς, Ἀππ. Ἰβηρ. 42· μανδύας στρατιωτικός, Λατ. sagum, Πλούτ. 2, 201C.
(Λέγεται ὅτι εἶναι λέξις Γαλατικὴ ἢ Κελτιβηρική· ἀλλὰ φαίνεται συγγενὴς τοῖς σάγη, σάγμα, σάκος, σάκκος, σάττω. - Καθ’ Ἡσύχ.; «σάγος· μέρος τι τῆς πανοπλίας».

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
saie ou sayon, casaque ; manteau de soldat en gén.
Étymologie: DELG emprunté au lat. sagus, sagum, qui l’a emprunté aux Gaulois ou aux Espagnols.