ἀμφικτίονες: Difference between revisions

From LSJ

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385
(6_22)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφικτίονες''': -ων, οἱ, (ἴδε ἐν λ. [[κτίζω]]), οἱ [[πέριξ]], οἱ πλησίον οἰκοῦντες, οἱ πλησιαίτατοι γείτονες, Ἡρόδ. 8. 104, Πινδ. ΙΙ. 4. 118, 10, 12, Ν. 6. 40· πρβλ. τὸ ἑπόμενον καὶ ἴδε [[περικτίονες]].
|lstext='''ἀμφικτίονες''': -ων, οἱ, (ἴδε ἐν λ. [[κτίζω]]), οἱ [[πέριξ]], οἱ πλησίον οἰκοῦντες, οἱ πλησιαίτατοι γείτονες, Ἡρόδ. 8. 104, Πινδ. ΙΙ. 4. 118, 10, 12, Ν. 6. 40· πρβλ. τὸ ἑπόμενον καὶ ἴδε [[περικτίονες]].
}}
{{bailly
|btext=ων ([[οἱ]]) :<br />qui habitent autour, voisins.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], *κτίω, cf. [[κτίζω]].
}}
}}

Revision as of 19:41, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφικτίονες Medium diacritics: ἀμφικτίονες Low diacritics: αμφικτίονες Capitals: ΑΜΦΙΚΤΙΟΝΕΣ
Transliteration A: amphiktíones Transliteration B: amphiktiones Transliteration C: amfiktiones Beta Code: a)mfikti/ones

English (LSJ)

or ἀμφι-κτύονες, ων, οἱ, (v. κτίζω)

   A they that dwell round or near, next neighbours, Hdt.8.104, Pi.P.4.66, 10.8, N.6.39; cf. sq. (Accented -κτιών or -κτυών by Hdn.Gr.2.724, 1.22, and some codd.)

German (Pape)

[Seite 140] οἱ, Umwohner, Gränznachbarn, Pind. I. 3, 26 u. öfter; Her. 8, 104.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφικτίονες: -ων, οἱ, (ἴδε ἐν λ. κτίζω), οἱ πέριξ, οἱ πλησίον οἰκοῦντες, οἱ πλησιαίτατοι γείτονες, Ἡρόδ. 8. 104, Πινδ. ΙΙ. 4. 118, 10, 12, Ν. 6. 40· πρβλ. τὸ ἑπόμενον καὶ ἴδε περικτίονες.

French (Bailly abrégé)

ων (οἱ) :
qui habitent autour, voisins.
Étymologie: ἀμφί, *κτίω, cf. κτίζω.