ἀναλογικός: Difference between revisions
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
(6_10) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναλογικός''': -ή, -όν, ([[ἀνάλογος]]) ὁ κατ’ ἀναλογίαν, τοιγάρτοι τῇ μὲν ἀκοῇ οὐκ ἔκρινεν αὐτόν, τῇ δὲ ἀναλογικῇ ἁρμονίᾳ, Πλούτ. 2. 1145 Α· ἡ ἀναλογικὴ [[τέχνη]], «ὀφείλομεν παρόντες τὴν ἀναλογικὴν τέχνην ἐπὶ τὴν συνήθειαν [[ἀναδραμεῖν]]» Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 199. - Ἐπίρρ. -κῶς Γρηγ. Νύσσ. τόμ. 2. σ. 211. | |lstext='''ἀναλογικός''': -ή, -όν, ([[ἀνάλογος]]) ὁ κατ’ ἀναλογίαν, τοιγάρτοι τῇ μὲν ἀκοῇ οὐκ ἔκρινεν αὐτόν, τῇ δὲ ἀναλογικῇ ἁρμονίᾳ, Πλούτ. 2. 1145 Α· ἡ ἀναλογικὴ [[τέχνη]], «ὀφείλομεν παρόντες τὴν ἀναλογικὴν τέχνην ἐπὶ τὴν συνήθειαν [[ἀναδραμεῖν]]» Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 199. - Ἐπίρρ. -κῶς Γρηγ. Νύσσ. τόμ. 2. σ. 211. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />analogique, proportionnel.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνάλογος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A based on mathematical ratios, Plu.2.1144f, cf. Iamb.in Nic.p.100P. ἡ -κὴ τέχνη the art of applying analogy, S.E.M.1.199; οἱ -κοί the analogical school of grammarians, Suid. s.v. Ἀτρείδης, Eust.802.38.
German (Pape)
[Seite 196] verhältnißmäßig, analog, Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναλογικός: -ή, -όν, (ἀνάλογος) ὁ κατ’ ἀναλογίαν, τοιγάρτοι τῇ μὲν ἀκοῇ οὐκ ἔκρινεν αὐτόν, τῇ δὲ ἀναλογικῇ ἁρμονίᾳ, Πλούτ. 2. 1145 Α· ἡ ἀναλογικὴ τέχνη, «ὀφείλομεν παρόντες τὴν ἀναλογικὴν τέχνην ἐπὶ τὴν συνήθειαν ἀναδραμεῖν» Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 199. - Ἐπίρρ. -κῶς Γρηγ. Νύσσ. τόμ. 2. σ. 211.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
analogique, proportionnel.
Étymologie: ἀνάλογος.