ἄνδιχα: Difference between revisions

From LSJ

Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.

Source
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄνδῐχα''': ἐπίρρ. (ἀνὰ-[[δίχα]]) εἰς δύο (κομμάτια), ἡ δϳ [κεφαλὴ] [[ἄνδιχα]] πᾶσα κεάσθη, ἐσχίσθη εἰς δύο κομμάτια, Ἰλ. Π. 412· [[ἄνδιχα]] πάντα [[δάσασθαι]], διελεῖν εἰς δύο, Σ. 511· ἀντιτίθεται τῷ [[ἀμμίγδην]], Νικ. Θ. 912· πρβλ. [[διάνδιχα]]: - [[ὡσαύτως]], χωριστά, [[ἄνδιχα]] [[ἀλλήλων]] Ἀνθ. Π. 5. 5. 2) ὡς πρόθ. μετ. γεν., ὡς τὸ [[ἀμφίς]], [[χωρίς]], [[ἄνδιχα]] δ’ αὖ χύτλων νηοσσόῳ Ἀπόλλωνι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 927.
|lstext='''ἄνδῐχα''': ἐπίρρ. (ἀνὰ-[[δίχα]]) εἰς δύο (κομμάτια), ἡ δϳ [κεφαλὴ] [[ἄνδιχα]] πᾶσα κεάσθη, ἐσχίσθη εἰς δύο κομμάτια, Ἰλ. Π. 412· [[ἄνδιχα]] πάντα [[δάσασθαι]], διελεῖν εἰς δύο, Σ. 511· ἀντιτίθεται τῷ [[ἀμμίγδην]], Νικ. Θ. 912· πρβλ. [[διάνδιχα]]: - [[ὡσαύτως]], χωριστά, [[ἄνδιχα]] [[ἀλλήλων]] Ἀνθ. Π. 5. 5. 2) ὡς πρόθ. μετ. γεν., ὡς τὸ [[ἀμφίς]], [[χωρίς]], [[ἄνδιχα]] δ’ αὖ χύτλων νηοσσόῳ Ἀπόλλωνι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 927.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />en deux parties.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[δίχα]].
}}
}}

Revision as of 19:41, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄνδῐχα Medium diacritics: ἄνδιχα Low diacritics: άνδιχα Capitals: ΑΝΔΙΧΑ
Transliteration A: ándicha Transliteration B: andicha Transliteration C: andicha Beta Code: a)/ndixa

English (LSJ)

Adv., (ἀνά, δίχα)

   A asunder, in twain, ἡ δ' [κεφαλὴ] ἄνδιχα πᾶσα κεάσθη Il.16.412; ἄνδιχα πάντα δάσασθαι 18.511; opp. ἀμμίγδην, Nic.Th.912; far away, A.R.4.31.    2 as Prep., c. gen., apart from, A.R.1.908, 2.927; ἀλλήλων AP5.4 (Stat. Flacc.):—hence ἀνδιχάζω, to be divided in opinion, of judges, IG9(1).333 (Locr.).

German (Pape)

[Seite 216] 1) auseinander, entzwei, ἡ κεφαλὴ ἄνδ. κεάσθη, Il. 16, 412; ἄνδιχα πάντα δάσασθαι, Alles in zwe; Theile theilen, 18, 511; ἄνδ. θυμὸν ἔχειν, Hes. O. 13, zwiespältigen Sinnes sein; abgesondert, Flacc. 3, (V, 5). – 2) als praepos. c. gen., ohne, Ap. Rh. 2, 927; Ant. Sid. 73 (VII, 27) u. sonst sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνδῐχα: ἐπίρρ. (ἀνὰ-δίχα) εἰς δύο (κομμάτια), ἡ δϳ [κεφαλὴ] ἄνδιχα πᾶσα κεάσθη, ἐσχίσθη εἰς δύο κομμάτια, Ἰλ. Π. 412· ἄνδιχα πάντα δάσασθαι, διελεῖν εἰς δύο, Σ. 511· ἀντιτίθεται τῷ ἀμμίγδην, Νικ. Θ. 912· πρβλ. διάνδιχα: - ὡσαύτως, χωριστά, ἄνδιχα ἀλλήλων Ἀνθ. Π. 5. 5. 2) ὡς πρόθ. μετ. γεν., ὡς τὸ ἀμφίς, χωρίς, ἄνδιχα δ’ αὖ χύτλων νηοσσόῳ Ἀπόλλωνι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 927.

French (Bailly abrégé)

adv.
en deux parties.
Étymologie: ἀνά, δίχα.