ἀνάρμενος: Difference between revisions

From LSJ

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνάρμενος''': -ον, (ἄρω) ὁ μὴ κατηρτισμένος, μὴ ἐξηρτυμένος, [[ἀπαράσκευος]], «[[ἀνάρμενος]] ἂν παραβάλλῃ πλώειν, τὴν κώπην μηκέτ’ ἔχων ἐρέτου» [[Αὐτομέδων]] ἐν Ἀνθ. Π. 11. 29.
|lstext='''ἀνάρμενος''': -ον, (ἄρω) ὁ μὴ κατηρτισμένος, μὴ ἐξηρτυμένος, [[ἀπαράσκευος]], «[[ἀνάρμενος]] ἂν παραβάλλῃ πλώειν, τὴν κώπην μηκέτ’ ἔχων ἐρέτου» [[Αὐτομέδων]] ἐν Ἀνθ. Π. 11. 29.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non équipé.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἄρμενος]].
}}
}}

Revision as of 19:42, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάρμενος Medium diacritics: ἀνάρμενος Low diacritics: ανάρμενος Capitals: ΑΝΑΡΜΕΝΟΣ
Transliteration A: anármenos Transliteration B: anarmenos Transliteration C: anarmenos Beta Code: a)na/rmenos

English (LSJ)

ον,

   A unequipped, AP11.29 (Autom.).

German (Pape)

[Seite 205] nicht ausgerüstet, von einem Schiffe, Automed. 3 a (XI, 29).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάρμενος: -ον, (ἄρω) ὁ μὴ κατηρτισμένος, μὴ ἐξηρτυμένος, ἀπαράσκευος, «ἀνάρμενος ἂν παραβάλλῃ πλώειν, τὴν κώπην μηκέτ’ ἔχων ἐρέτου» Αὐτομέδων ἐν Ἀνθ. Π. 11. 29.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non équipé.
Étymologie: ἀ, ἄρμενος.