ἀνθρακιά: Difference between revisions
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνθρᾰκιά''': ᾶς, Ἐπ. -ιῆ, ῆς, ἡ, ἀνθρακιὰ [[εἶναι]] [[κυρίως]] [[ὅταν]] τις καύσῃ ξύλα καὶ ἀφοῦ μαρανθῇ ἡ φλὸξ ἁπλώσῃ τοὺς πεπυρακτωμένους ἄνθρακας ὡς [[ὅταν]] ὀπτῶμεν τοὺς [[ὀβελίας]] ἀμνούς· τὸ αὐτὸ ἔπραττον καὶ ἐπὶ Ὁμήρου: ἀνθρακιήν στορέσας ὀβελοὺς [[ἐφύπερθε]] τάνυσσεν Ἰλ. Ι. 213· ἐπιθεὶς ἀνθρακιὴν Ἱππ. 581. 33· ἀνθρακιᾶς ἄπο, ἀπὸ τὴν «φωτιάν», ζεστά, Εὐρ. Κύκλ. 358, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 105· κάπ’ ἀνθρακιᾶς ὀπτήσας Κρατῖν. ἐν «Ὀδυσσεῦσιν» 5· ὀτιή σου τῆς ἀνθρακιᾶς ἀπολαύει, «[[διότι]] ζεσταίνεται μὲ τὴν φωτιάν σου», «ὅτι τῶν σῶν ἀγαθῶν ἀπολαύει» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 780: μεταφ. ἐπὶ ἐραστῶν, ναὶ [[πάντως]] τέφρην θέσθε με κἀνθρακιὴν Ἀνθ. Π. 12. 166, 5· δάκρυα καὶ κῶμοι, τί μ’ ἐγείρετε, πρὶν πόδας ἆραι ἐκ [[πυρός]], εἰς ἑτέρην Κύπριδος ἀνθρακιήν; [[αὐτόθι]] 5. 211. 2) μέλαινα [[αἰθαλώδης]] [[τέφρα]], [[αὐτόθι]] 11. 66. | |lstext='''ἀνθρᾰκιά''': ᾶς, Ἐπ. -ιῆ, ῆς, ἡ, ἀνθρακιὰ [[εἶναι]] [[κυρίως]] [[ὅταν]] τις καύσῃ ξύλα καὶ ἀφοῦ μαρανθῇ ἡ φλὸξ ἁπλώσῃ τοὺς πεπυρακτωμένους ἄνθρακας ὡς [[ὅταν]] ὀπτῶμεν τοὺς [[ὀβελίας]] ἀμνούς· τὸ αὐτὸ ἔπραττον καὶ ἐπὶ Ὁμήρου: ἀνθρακιήν στορέσας ὀβελοὺς [[ἐφύπερθε]] τάνυσσεν Ἰλ. Ι. 213· ἐπιθεὶς ἀνθρακιὴν Ἱππ. 581. 33· ἀνθρακιᾶς ἄπο, ἀπὸ τὴν «φωτιάν», ζεστά, Εὐρ. Κύκλ. 358, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 105· κάπ’ ἀνθρακιᾶς ὀπτήσας Κρατῖν. ἐν «Ὀδυσσεῦσιν» 5· ὀτιή σου τῆς ἀνθρακιᾶς ἀπολαύει, «[[διότι]] ζεσταίνεται μὲ τὴν φωτιάν σου», «ὅτι τῶν σῶν ἀγαθῶν ἀπολαύει» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 780: μεταφ. ἐπὶ ἐραστῶν, ναὶ [[πάντως]] τέφρην θέσθε με κἀνθρακιὴν Ἀνθ. Π. 12. 166, 5· δάκρυα καὶ κῶμοι, τί μ’ ἐγείρετε, πρὶν πόδας ἆραι ἐκ [[πυρός]], εἰς ἑτέρην Κύπριδος ἀνθρακιήν; [[αὐτόθι]] 5. 211. 2) μέλαινα [[αἰθαλώδης]] [[τέφρα]], [[αὐτόθι]] 11. 66. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ᾶς (ἡ) :<br />amas de charbon.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνθραξ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
ᾶς, Ep. ἀνθρᾰκ-ιή, ῆς, ἡ,
A burning charcoal, hot embers, ἀνθρακιὴν στορέσαι Il.9.213; ὑποθεῖναι Hp.Nat.Mul.61; ἀνθρακιᾶς ἄπο a broil hot from the embers, E.Cyc.358, cf. AP6.105 (Apollonid.); ἐπ' ἀνθρακιᾶς ὀπτῆσαι Cratin. 143; σου τῆς ἀνθρακιᾶς ἀπολαύει warms himself at your fire, Ar.Eq. 780: metaph. of lovers, τιθέναι τινὰ ὑπὸ ἀνθρακιῆ or ἀνθρακιήν AP12.17,166 (Asclep.); Κύπριδος ἀ. ib.5.210 (Posidipp.). 2 black sooty ashes, ib.11.66 (Antiphil.).
German (Pape)
[Seite 233] ἡ, Kohlenhause, Il. 9, 213; Ar. Equ. 777. Häufig in der Anthologie von Verliebten, z. B. κύπριδος Posidip. 8 (V, 211); θέσθε με ἀνθρακιήν, ihr machtet mich zu einem Kohlenhaufen, verzehrtet mich in Liebesgluth, Asclep. 13 (XII, 166); vgl. Mel. 15; Ep. ad. 3 (XII, 72. 17). – Kohlenschwärze, Antiphil. (XI, 66), wo ἀνθρακίη accentuirt ist.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρᾰκιά: ᾶς, Ἐπ. -ιῆ, ῆς, ἡ, ἀνθρακιὰ εἶναι κυρίως ὅταν τις καύσῃ ξύλα καὶ ἀφοῦ μαρανθῇ ἡ φλὸξ ἁπλώσῃ τοὺς πεπυρακτωμένους ἄνθρακας ὡς ὅταν ὀπτῶμεν τοὺς ὀβελίας ἀμνούς· τὸ αὐτὸ ἔπραττον καὶ ἐπὶ Ὁμήρου: ἀνθρακιήν στορέσας ὀβελοὺς ἐφύπερθε τάνυσσεν Ἰλ. Ι. 213· ἐπιθεὶς ἀνθρακιὴν Ἱππ. 581. 33· ἀνθρακιᾶς ἄπο, ἀπὸ τὴν «φωτιάν», ζεστά, Εὐρ. Κύκλ. 358, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 105· κάπ’ ἀνθρακιᾶς ὀπτήσας Κρατῖν. ἐν «Ὀδυσσεῦσιν» 5· ὀτιή σου τῆς ἀνθρακιᾶς ἀπολαύει, «διότι ζεσταίνεται μὲ τὴν φωτιάν σου», «ὅτι τῶν σῶν ἀγαθῶν ἀπολαύει» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 780: μεταφ. ἐπὶ ἐραστῶν, ναὶ πάντως τέφρην θέσθε με κἀνθρακιὴν Ἀνθ. Π. 12. 166, 5· δάκρυα καὶ κῶμοι, τί μ’ ἐγείρετε, πρὶν πόδας ἆραι ἐκ πυρός, εἰς ἑτέρην Κύπριδος ἀνθρακιήν; αὐτόθι 5. 211. 2) μέλαινα αἰθαλώδης τέφρα, αὐτόθι 11. 66.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
amas de charbon.
Étymologie: ἄνθραξ.